Τo ημερολόγιο δείχνει 20 Φεβρουαρίου 1913. Ο ελληνικός
Στρατός καταλαμβάνει το Μπιζάνι στη σημαντικότερη σύγκρουση κατά τον Α'
Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στο μέτωπο της Ηπείρου και γράφει
άλλη μια ένδοξη σελίδα στην ιστορία των Βαλκανικών Αγώνων.
Κάπου στα μετόπισθεν ο Νικόλαος Καββαδίας, τραυματισμένος αναγκάζεται να εγκαταλείψει το όπλο που κουβαλούσε νυχθημερόν επί πέντε χρόνια. Ο αποχωρισμός δεν είναι εύκολος. Κι εκείνος, προτού το παραδώσει, αποφασίζει να κρύψει ένα μήνυμα σε ένα αθέατο σημείο μαζί με μια πεντάρα, ελπίζοντας να το ανακαλύψει ο επόμενος στρατιώτης που θα χρεωθεί τον έως τότε αχώριστο σύντροφό του: «Εν Μπιζανίω 20 Φεβρουαρίου 1913. Αγαπητέ Συνάδελφε, Σε χαιρετώ, Σε, που θα έχης την τύχη να ανοίξης το πέλμα του όπλου αυτού, θα εύρης την πεντάρα αυτή και να πάρης ένα τσιγάρο να το καπνίσης στην υγεία μου. Το όπλο αυτό το έφερα επί πέντε έτη. Το δόξασα και με δόξασε και τώρα αναγκάζομαι να το εγκαταλείψω λόγω τραυματισμού μου. Πέρασα τόσας και τόσας στιγμάς και δεν το εγκατέλειψα και εάν η πατρίς σε χρειασθή, να το τιμήσης… Νικ. Καββαδίας».
Το μήνυμα βρέθηκε επτά χρόνια αργότερα, χιλιόμετρα
μακριά, σε ένα άλλο μέτωπο, από τον λοχία Λάμπη Βολανάκη που υπηρετούσε στη
Μικρά Ασία.
Τούτη είναι μία από τις δεκάδες άγνωστες στο ευρύ κοινό ιστορίες απλών ανθρώπων που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912-13), που οδήγησαν στον διπλασιασμό της Ελλάδας τόσο εδαφικά όσο και πληθυσμικά. Ιστορίες συγκινητικές που άλλοτε είναι γραμμένες με λόγια, σε πολυκαιρισμένες επιστολές και σε φθαρμένα ημερολόγια, κι άλλοτε τις «διηγούνται» πηλήκια τρυπημένα από τις σφαίρες και τουφέκια των στρατιωτών που αναδείχθηκαν ήρωες, σημαίες, σάλπιγγες και τύμπανα - λάφυρα από τα στρατόπεδα του εχθρού - στολές και έργα τέχνης που είχαν ρόλο φωτογραφικών καρέ. Ντοκουμέντα που βγαίνουν για πρώτη φορά συνολικά στο φως, στην έκθεση «Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13. Η πορεία προς τη νίκη» που πραγματοποιεί το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής υπό την επιμέλεια της προϊσταμένης Αρχείου Ιστορικών Εγγράφων Μαρίας Παπαναστασίου, της προϊσταμένης Βιβλιοθήκης Δήμητρας Κουκίου και της υπεύθυνης επιμελήτριας της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου Ιφιγένειας Βογιατζή, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από την πολεμική εποποΐα.
Καμία σελίδα της επίσημης Ιστορίας δεν μπορεί να
μεταφέρει το κλίμα που επικρατούσε στο μέτωπο όπως οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές.
Κι ο αντισυνταγματάρχης Πεζικού Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος γράφει στο
τηλεγράφημά του προς τη σύζυγό του Βέττα: «Αναχωρούμεν προς τιμωρίαν του πλέον
αισχρού γένους της υφηλίου. Ο Θεός στέψη δάφναις τα όπλα μας. Σας φιλώ γλυκά
Κώστας». Τρεις ημέρες αργότερα θα πέσει στη Μάχη του Κιλκίς, στις 21 Ιουνίου
1913. Και δίπλα στο γεμάτο πάθος τηλεγράφημά του, έχουν μείνει για να τον
θυμίζουν το όπλο και το πηλήκιό του, που παρουσιάζονται στην έκθεση.
Λίγο πιο κει η πρώτη σημαία - λάφυρο της 5ης Οκτωβρίου, της ημέρας που άρχισε ο πόλεμος. Την εντόπισε ο πολεμικός ανταποκριτής Τιμολέων Αμπελάς στον τουρκικό μεθοριακό σταθμό Μπουγαζίου τον οποίο είχαν εγκαταλείψει οι τούρκοι φρουροί και έτσι έφτασε ώς τις προθήκες του μουσείου. Πιο «ομιλητική» για το κλίμα στα αντίπαλα στρατόπεδα είναι η σημαία της Αρμενικής Λεγεώνας, σώματος εθελοντών του βουλγαρικού στρατού, η οποία κυριεύτηκε στη Μάχη της Στρώμνιτσας. Στις δύο όψεις της φέρει επιγραφή με το σύνθημα στη βουλγαρική και αρμενική γλώσσα «Εμπρός διά τας Αθήνας».
Οσο για το τι συνέβαινε στο πεδίο της μάχης; Μια ματιά στο ημερολόγιο του λοχία Δημοσθένη Πουλόπουλου που περιγράφει τη Μάχη του Δρίσκου (26 Νοεμβρίου 1912) είναι αρκετή για να πάρει ο επισκέπτης μιαν ιδέα. «Λίαν πρωί την έκτην περίπου ήρχισαν να μας βάλλουν δαιμονιωδώς. Μέχρι την δεκάτην είχαμε πολλάς απωλείας. Επαλεύαμε απεγνωσμένως στήθος με στήθος. Επιασθήκαμε εις χείρας, κατορθώσαμε και πάλιν να τους εκτοπίσουμε. Μάλιστα από το θύμα μου του επήρα το πιστόλιόν του και το όπλον του και ολίγον άρτον ο οποίος μου εφάνη μέλι. Δυστυχώς την 11η επληγώθη ο κύριος Ρώμας και ο Μπαρδόπουλος, εφονεύθη ο Λοχαγός Μαβίλης, ο Υπολοχαγός Τοπάλης, ο Ανθυπολοχαγός Χαϊδεμενάκης του Υπολοχαγού Γερακάρη και ετραυματίσθησαν πολλοί. Εφονεύθη ο γενναίος Κρης αρχηγός Μακρής, ο οποίος επολέμα εις την πρώτην γραμμήν, και πολλοί άλλοι Κρήτες».
Μια ελληνίδα ανταποκρίτρια στο μέτωπο
Μια πολεμική ανταποκρίτρια - ίσως η μοναδική γυναίκα ανταποκρίτρια εφημερίδας στους Βαλκανικούς Πολέμους - δεν θα μπορούσε παρά να έχει εξέχουσα θέση στην έκθεση - αφιέρωμα στις εχθροπραξίες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον διπλασιασμό των εδαφών της Ελλάδος. Ο λόγος για τη μακεδόνισσα ζωγράφο Θάλεια Φλωρά - Καραβία, που όταν ήχησαν οι σάλπιγγες του πολέμου εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια όπου ζούσε. «Κάτι το συνταρακτικό μου έδωκε το σκούντημα να πάγω να ιδώ τον απελευθερωτικόν αυτόν αγώνα από κοντά», γράφει στο έργο της «Εντυπώσεις από τον πόλεμο».
Και με εφόδια τα μολύβια και τους χρωστήρες της, κίνησε για τη Θεσσαλονίκη με την υποχρέωση να στέλνει ανταποκρίσεις στην «Εφημερίδα» της Αλεξάνδρειας, την οποία εξέδιδε ο σύζυγός της. «Είνε αφάνταστη η συρροή του κόσμου για τη Θεσσαλονίκη τώρα που έγινε Ελληνική. Μόλις κατώρθωσα να βρω θέσιν ή μάλλον να υποκλέψω την θέσιν άλλου που δεν επρόφθασεν ίσως νάλθη εις το κατάμεστο από επιβάτες Αυστριακό πλοίο… Μόλις εξημέρωσεν, όλος ο κόσμος κουκουλωμένος με γούνες, με τα επανωφόρια, βγαίνει στο κατάβρεχτο από την τρικυμία της νύχτας κατάστρωμα να ιδή το περίφημο Καραμπουρνού με τα σιωπηλά πλέον Τουρκικά πυροβολεία, τα οποία έσπειραν άλλοτε τόσον τρόμον. Βαρειά σύννεφα βροχής σκεπάζουν πέρα ώς πέρα τον ουρανό, και μόνον μια λωρίδα στον ορίζοντα χρυσίζει παρηγορητικά», γράφει η ζωγράφος η οποία ως πρώιμη φωτορεπόρτερ με άλλα μέσα αντί για φωτογραφική μηχανή χρησιμοποιεί τα χαρτιά και τα μολύβια της για να αποτυπώσει όσα βλέπει στο μέτωπο. Αλλά και στο οδοιπορικό της στις πόλεις και τα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας - στην Κοζάνη μάλιστα έφτασε συνοδευόμενη από απόσπασμα του Ιερού Λόχου - αλλά και στην Ηπειρο, όπου φτάνει με τη βασιλική θαλαμηγό «Αμφιτρίτη» και περιγράφει: «Ο κόσμος δεν ημπορεί να συνέλθη ακόμα, να κυττάξη της δουλειές του. Και τρέχει μόνον να βλέπει τους Ελληνας στρατιώτας που είνε όλο τραγούδια και ευθυμία για το τέλος των βασάνων απάνω στα βουνά για την περίλαμπρη νίκη των… Και βλέπει με στοργή τους ευζώνους που, στα χάλια που ήταν, εντρέποντο να έμπουν στα Γιάννενα. Φαγωμένες οι χακί φουστανέλλες, χωρίς φούντες τα λερωμένα φέσια, τρύπια τα τσαρούχια, πάνω στους βράχους τόσον καιρό. Ενας εύζωνος έδειχνε ντροπαλά χαμογελώντας κάτι μεγάλα μπαλώματα που έβαλεν ο ίδιος στη φορεσιά του, χάριν της περιστάσεως, που θα έμπαινε στην πόλη. Δεν εφαντάζετο πόσο τιμητικά πράγματα διηγούντο όλες εκείνες οι ραφές και τα κομμάτια που έλειπαν από το γύρο της φουστανέλλας του».
Δεν είναι όμως μόνο οι γραπτές και ζωγραφικές μαρτυρίες
της Θάλειας Φλωρά - Καραβία που ζωντανεύουν το πολεμικό κλίμα στην έκθεση του
Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Είναι και το ημερολόγιο ενός από τους συμμετέχοντες
στη Ναυμαχία της Ελλης που περιγράφει: «Το θέαμα, εκείνην την στιγμήν, της
Ναυαρχίδος μας, ήτον αληθινά υπέροχον. Γύρω της εμαίνετο αληθινή χάλαζα οβίδων,
συντριβάνια αφρών την έζωναν από παντού. Φρούρια και πλοία είχαν συγκεντρώσει
την ώραν εκείνη όλον το πυρ τους εναντίον του τρομερού αυτού πλοίου, που σαν
πύρινος δαίμων έπλεε ακάθεκτον, μη λαγαριάζον τίποτε, και εξαπέστειλε εύστοχες
και αποτελεσματικές βολές κατά του εχθρού. Σ' αυτόν τον δρόμον της Δόξης
εφάνταζε σαν κάτι έμψυχον, σαν ένας Διγενής Ακρίτας στην ψυχή του οποίου είχε
συμπυκνωθεί όλη η γενναιότης και θεληματικότητα του Ναυάρχου».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου