Οι Βαλκανικοί πόλεμοι υπήρξαν
από τους πλέον ένδοξους αγώνες του Ελληνικού Έθνους και οδήγησαν
στην απελευθέρωση υπόδουλων εδαφών μας. Στα πεδία των μαχών γράφηκαν
ένδοξες σελίδες αίματος, αλλά και
μεγαλείου ψυχής, κάτι το οποίο διέκρινε όλους τους Έλληνες μαχητές
Επίσημα χείλη, από τον
πρίγκιπα Νικόλαο μέχρι τον Βενιζέλο, τόνιζαν την σημασία της πολεμικής τέχνης. Η σχετική φιλολογία
πού αναπτύχθηκε συνοψίζεται στη φράση: «Μνημεία, ήρωα, μαυσωλεία,
ανδριάντες, εικόνες, ακολουθούν τους ηρωισμούς και τις θυσίας. Οι
καλλιτέχνες έρχονται μετά τους πολεμιστές και τους ήρωες».
Όλα τα έργα πού χρηματοδοτήθηκαν
ανήκουν στη λεγόμενη «πολεμική τέχνη», δηλαδή στην τέχνη που εικονογραφεί
τα πολεμικά γεγονότα και τους πρωταγωνιστές τους. Η πολεμική τέχνη
γνώρισε πραγματική άνθηση μετά την εθνική ταπείνωση το 1897, τονώθηκε
με τον Μακεδονικό Αγώνα, καθιερώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους
και επιβλήθηκε όλο τον Μεσοπόλεμο. Σκοπός της είναι να διατηρήσει
την Εθνική μνήμη, να διδάξει, να φρονηματίσει, να παραδειγματίσει,
να εκφράσει την εθνική ευγνωμοσύνη προς τους ήρωες, να υπομνηματίσει
τα ιστορικά γεγονότα.
Από τις μερίδες «Έκτακτα
Έξοδα και Βοηθήματα» και «Στρατιωτικές Δαπάνες εκτός προϋπολογισμού»
χρηματοδοτήθηκαν εικαστικά έργα και δόθηκαν τα έπαθλα στους νικητές
ενός διαγωνισμού πολεμικών ασμάτων, αμείφθηκαν οι συνθέτες τους
και δόθηκαν τα έπαθλα στους νικητές ενός διαγωνισμού στρατιωτικών διηγημάτων.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος
ως υπουργός των Στρατιωτικών είχε την πρωτοβουλία να εισαγάγει το άσμα
στον στρατό και την 1η Νοεμβρίου 1913, υπέγραψε τη σχετική προκήρυξη
του διαγωνισμού για τη σύνθεση πέντε ποιημάτων.
Στις 11 Ιουλίου 1914 από
τους 215 ποιητές με τα 450 ποιήματα, ανακηρύχτηκαν νικητές ο διπλωμάτης
Ν. Μπάρακλης για τον «θούριο Στρατού», ο Ζαχ. Παπαντωνίου για έναν
«θούριο», η Ελένη Νεγροπόντη για το επινίκιο στρατού «Ο Μαρμαρωμένος
βασιλιάς», ο Στέλιος Σπεράντσας για το «΄Ασμα αναψυχής» του στρατιώτη,
η νοικοκυρά Μαρία Π. Σταματέλλου για το άσμα αναψυχής του ναύτη «Έγια
μόλα» και ο θρ. Ζωϊόπουλος, με ψευδώνυμο «Δαναός», για τον θούριο του
ναύτη «Στα κανόνια» και το άσμα αναψυχής του στρατιώτη «Στο χορτάρι».
Χωρίς να προκηρυχθεί μουσικός διαγωνισμός, τα προκριθέντα ποιήματα
μελοποιήθηκαν σχεδόν αμέσως από τους μουσουργούς Σπ. Σαμάρα, Μ. Καλομοίρη,
Διονύσιο Λαυράγκα, θεόφ. Σακελλαρίδη, τους Αδελφούς Γεώργιο και Ναπολέοντα
Λαμπελέτη.
Για την εμψύχωση των πολεμιστών
ο Κ. Παλαμάς έγραψε τον Σεπτέμβριο του 1912 το εμβατήριο
«Εμπρός», που στη συνέχεια μελοποιήθηκε από τον Καλομοίρη:
«Εμπρός ολόρθοι ατρόμαχτοι,
Μαυρίλα Αστροπελέκι
Μα το σπαθί γοργάστραψε,
Και να ! η βροντή τουφέκι!
Στον Πίνδο απ΄ τον Ταΰγετο,
Και στα Μπαλκάνια, ως πέρα,
Μια η φλόγα, μια η φοβέρα,
Κ΄ ένας ο νους. Εμπρός!»
Xρηματοδοτήθηκαν επίσης
700 αναμνηστικές πλάκες, τις όποιες παράγγειλε αρχές 1914 στον γλύπτη
Θωμά Θωμόπουλο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως υπουργός των Στρατιωτικών,
με σκοπό να χαραχτούν επ' αυτών τα ονόματα των πεσόντων και να εντοιχιστούν
στις εκκλησίες των κωμοπόλεων και των χωριών, πού δεν είχαν τη δυνατότητα
ν' ανεγείρουν αναμνηστικές στήλες. Σε αυτές με χρονολογία 1912 – 1913, ακολουθούσαν
τα ονόματα των πεσόντων και η επιγραφή «ΑΠΕΘΑΝΟΝ / ΥΠΕΡ / ΠΑΤΡΙΔΟΣ».
Οι πρωταγωνιστές των γεγονότων,
ο Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος, απεικονίστηκαν άπειρες φορές από
Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες. Ακόμη και Μέχρι και στα σπιρτόκουτα
απεικονίστηκαν οι μορφές τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου