ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΑΣ" "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ 1912 - 1913"

Αποτέλεσμα εικόνας για ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ


Μια σύντομη ιστορική αναδρομή.

Η Ελλάδα, το 1912 είχε την τύχη να έχει ένα Βενιζέλο, έναν Κωνσταντίνο, έναν Κουντουριώτη. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι απέδειξαν την πολιτική μεγαλοφυΐα του Βενιζέλου και τη στρατιωτική ιδιοφυία του Μεταξά.
Αλλά ας εξιστορήσουμε τα πράγματα λίγο πιο αναλυτικά και ας ξαναζωντανέψουμε μαζί τις μνήμες της φυλής μας, γιατί από αυτές πρέπει να παραδειγματιζόμαστε.
1893 η Ελλάδα πτώχευσε. (Τρικούπης, «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»).Η πραγματική κατάσταση του στρατού ήταν απογοητευτική.
Δεν υπήρχαν κονδύλια για τον εφοδιασμό. Δεν υπήρχε οργάνωση και μόρφωση των στελεχών. Δεν υπήρχε εκπαίδευση του στρατεύματος. Οι αξιωματικοί ετοποθετούντο ανάλογα με τα κομματικά κριτήρια. Υπήρχε μόνο αναρχία και γενική έλλειψη πολεμικής προπαρασκευής.
Εν τούτοις, απροπαρασκεύαστοι, με μόνο το συναίσθημα, οδηγηθήκαμε σε έναν πόλεμο το 1897, τον οποίο χάσαμε. Δε χάσαμε μόνο τον πόλεμο. Την ήττα, την πίκρα και την καταισχύνη ακολούθησαν οι πολεμικές αποζημιώσεις και επεβλήθη ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος ( ΔΟΕ ). Ο ενεργός στρατός όχι μόνο ήταν ολιγάριθμος αλλά και από αυτόν ένας μεγάλος αριθμός ήταν αποσπασμένος σε καθήκοντα δασοφυλακής, αστυνομεύσεως, τελωνοφυλακής και δεσμοφυλάκων. Το πεζικό ήταν εξοπλισμένο με Γκρα και το πυροβολικό με πεπαλαιωμένα βραδυβόλα  Κρούπ. Μετά την ήττα του 1897, γενική ήταν η απαίτηση για αναδιοργάνωση του στρατού. Η κυβέρνηση του Κερκυραίου πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη, έκανε πολλά για την ανανέωση του πολεμικού υλικού και για την καλύτερη οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων. Η πολεμική αυτή προετοιμασία υπήρξε ο απαραίτητος όρος για τις έπειτα γόνιμες νίκες της Ελλάδας.
Ιδρύθηκε το Ταμείο Εθνικής Αμύνης για τον εφοδιασμό του στρατού και παράλληλα δόθηκε μεγάλη προσοχή στην εκπαίδευσή του.
Τον Αύγουστο του 1899 αποστέλλεται στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου ο πρώτος σε όλες τις τάξεις της Σχολής Ευελπίδων Ανθυπολοχαγός Μεταξάς και οι συνάδελφοί του Παπαβασιλείου και Στρατηγός. Εκεί διακρίνεται ο Μεταξάς.
Έρχεται πρώτος σε όλα τα μαθήματα. Τον εκτιμούν όλοι οι συμμαθητές του από όλο τον κόσμο. Και εκεί, στην Πολεμική Ακαδημία, η γερμανική εκτίμηση προς την ανωτερότητά του θα τον τιμήσει με την επιγραφή : «Ουδέν πρόβλημα άλυτο διά τον Ιωάννην Μεταξά».
Με τις παραγγελίες πολεμικού υλικού αποκτήθηκαν 100.000 Μάνλιχερ, 10 πλήρεις Πυροβολαρχίες ταχυβόλων τύπου Σνάϊντερ, 7.000 αραβίδες και 6 0πλοπολυβόλα με τα ανάλογα φυσίγγια.
Τέλος εξασφαλίστηκαν υλικά επιστρατεύσεως για ένα στρατό τουλάχιστον 60.000 ανδρών.
Παράλληλα το 1906 αγοράστηκαν τα 6 αντιτορπιλικά τύπου «θυέλλης». (4 από τα αγγλικά ναυπηγεία Cammel – Laird (Αετός, Λέων, Πάνθηρ και Ιέραξ) και δύο από τα γερμανικά ναυπηγεία, τα Κεραυνός και Νέα Γενεά. Όλα είχαν σύγχρονο εξοπλισμό και μπορούσαν να αναπτύξουν ταχύτητα 32 ν.μ. Το 1910 αγοράστηκε το θωρηκτό Γ. Αβέρωφ ενώ βρισκόταν υπό ναυπήγηση στα ναυπηγεία του Ορλάντο, στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Πήρε το όνομά του από το όνομα του μεγάλου εθνικού ευεργέτη γιατί ένα κληροδότημά του αποτέλεσε την κυριότερη βάση του ποσού των 25 περίπου εκατομμυρίων χρυσών δραχμών που εστοίχισε τότε.
Τέλος αποκτήθηκε το υποβρύχιο «Δελφίν». Το υποβρύχιο αυτό, το πρώτο που χρησιμοποιήθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο, είχε παραγγελθεί στα ναυπηγεία της Τουλόν το 1910 και κατέπλευσε στο Ναύσταθμο στις 5 Οκτωβρίου 1912.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες όμως για την αναδιοργάνωση του στρατού, η γενική κατάσταση της χώρας δεν ήταν ικανοποιητική.
Κυρίαρχα εθνικά θέματα το Μακεδονικό και το Κρητικό. Η κυβέρνηση τηρούσε τη λεγόμενη τότε «άψογη στάση» έναντι της Τουρκίας, μη αναγνωρίζοντας την μονομερή ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα που είχαν ανακηρύξει οι Κρητικοί από το 1908.
Έτσι, η δυσφορία και η ντροπή για τη μεγάλη ήττα του 1897,η εκκρεμότητα και η αναποφασιστικότητα για τα εθνικά θέματα, καθώς και η άνοδος των Νεοτούρκων το 1908, που πίεζαν τους αλύτρωτους Έλληνες στην Τουρκία, οδήγησε τους κατώτερους
κυρίως αξιωματικούς στη δημιουργία του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», επικεφαλής του οποίου επέλεξαν τον Συνταγματάρχη Πυροβολικού Τιμολέοντα Βάσσο.
Η επανάσταση του 1909 στο Γουδί έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πορεία της χώρας.
Γράφει ο Μεταξάς στο Ημερολόγιό του: «Πιστεύω απόλυτα ότι αν δεν υπήρχε το ΓΟΥΔΙ τα σύνορα της Ελλάδος θα είχαν ορισθεί τελεσίδικα το 1912, επί του Κάτω Αλιάκμονος και θα ήτο ευτύχημα αν ευρίσκοντο και σήμερα εκεί, χωρίς να χαραχθούν ακόμη νοτιότερα επί της περιφήμου  Βερολινίου γραμμής, ήτις αποτελεί το απάντων των εθνικών διεκδικήσεων των προ του 1909 κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων».
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος ή άλλως το Κίνημα ή η Επανάσταση του 1909 στο Γουδί, κάλεσε από την Κρήτη τον αναδειχθέντα με τα γεγονότα του Θερίσου και εμπνεόμενο με τα εθνικά ιδανικά, τολμηρό πολιτικό άνδρα Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος αποβιβάστηκε στον Πειραιά την 28η Δεκεμβρίου 1909 και έγινε μετά από λίγο με την ψήφο του ελληνικού λαού παντοδύναμος Πρωθυπουργός.
Ο οξυδερκής πολιτικός και ικανός διπλωμάτης τον Οκτώβριο του 1910, αναγνωρίζοντας τις στρατιωτικές ικανότητες του Μεταξά, τον διόρισε στη θέση του Πρώτου Υπασπιστή του και επομένως του ιδιαιτέρου Στρατιωτικού του Συμβούλου.
Οι δύο άνδρες γνώριζαν και ανεγνώριζαν ο ένας την αξία του άλλου.
Αναφέρθηκα ιδιαιτέρως στον εξοπλισμό και στην αναδιοργάνωση, γιατί αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των αξιωματικών και η εντατική εκπαίδευση από το 1907 αύξησε κατακόρυφα το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Το ένα στοιχείο λοιπόν, η προετοιμασία, δημιουργήθηκε.
Ήταν η ώρα αυτό το στοιχείο να αξιοποιηθεί από την κατάλληλη ηγεσία. Και αυτή υπήρχε. Ο Πρωθυπουργός Βενιζέλος και ο Διάδοχος - Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος.
Ποτέ άλλοτε στην ιστορία ηγέτες δεν αγαπήθηκαν μέχρι λατρείας, όσο ο Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος στου Βαλκανικούς Πολέμους.
Ο Πρωθυπουργός εξέφραζε τον νέο Πολιτικό, τον ένθερμο πατριώτη, τον ικανό διπλωμάτη, ενώ ακόμη και το όνομα του Κωνσταντίνου ξαναζωντάνευε το «μαρμαρωμένο βασιλιά» του Βυζαντίου, ήταν ο στρατηλάτης, «του αητού ο γιός».
Τα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής άρχισαν τις συνεννοήσεις μεταξύ τους, προετοιμάζοντας την κοινή τους στάση απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Βενιζέλος τη μυστική στρατιωτική συνθήκη με τη Βουλγαρία την εμπιστεύεται στο Λοχαγό Μεταξά και αρχές Σεπτεμβρίου 1912 τον στέλνει στη Σόφια.
Εκεί, μαζί με τον Πρεσβευτή Πανά αρχίζουν τις διαπραγματεύσεις με τον ίδιο το Βούλγαρο Πρωθυπουργό Ιβάν Γκέσωφ, του οποίου η μητέρα ήταν Ελληνίδα και ο ίδιος είχε
τελειώσει τη Μεγάλη Σχολή του Γένους στην Κων/πολη. Τα στρατιωτικά θέματα συζητούνται με το στρατηγό Ιβάν Φίτσεφ, αρχηγό του επιτελείου του Βουλγαρικού στρατού και υπογράφεται η συνθήκη.
Η Ελλάδα, το Μαυροβούνιο, η Σερβία και η Βουλγαρία  κήρυξαν επίσημα τον πόλεμο στις 4 Οκτωβρίου 1912.
Η Ελλάδα, αυτή τη χρονική περίοδο, παρατάσσει στρατό 75.000 ανδρών. Ο στρατός αυτός χωρίστηκε σε δύο στρατιές εκατέρωθεν του κορμού της Πίνδου. Στη στρατιά Θεσσαλίας, υπό τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο και τη στρατιά Ηπείρου υπό τον Αντιστράτηγο Κων/νο Σαπουτζάκη.
Η πρώτη μάχη του πολέμου γίνεται στην περιοχή της Ελασσόνας την 5η Οκτωβρίου και η πόλις καταλαμβάνεται αυθημερόν. Οι Τουρκικές Δυνάμεις υποχώρησαν διωκόμενες και ανετράπησαν στην επακολουθήσασα μάχη της Δεσκάτης.
Η μεγάλη αντίσταση προβάλλεται στα οχυρωμένα στενά του Σαρανταπόρου, τα οποία σχηματίζονται από τα Καμβούνια και τα Πιέρια όρη και αποτελούν την είσοδο από τη Θεσσαλία στη Μακεδονία.
Η προέλαση των ελληνικών δυνάμεων, των αετών του 12-13, όπως απεκλήθησαν αργότερα, άρχισε από το πρωί της 9ης Οκτωβρίου. Ο αγώνας, με αρκετές απώλειες, ήταν σκληρός και συνεχίστηκε μέχρι των νυκτερινών ωρών, οπότε διεκόπη. Κατά τη διάρκεια της νύχτας οι Τούρκοι αντελήφθησαν την κυκλωτική κίνηση των Ελλήνων, οι οποίοι είχαν ήδη καταλάβει το χωριό Λαζαράδες, 25 χιλιόμετρα δυτικά του Σαρανταπόρου και, φοβούμενοι μήπως αποκοπεί η οδός υποχωρήσεως, εγκατέλειψαν την τοποθεσία, αφού έσφαξαν πολλούς προκρίτους έλληνες της πόλεως των Σερβίων.
Μετά τη νίκη του Σαρανταπόρου η προέλαση των ελληνικών δυνάμεων είναι καταιγιστική. Οι πόλεις απελευθερώνονται η μία μετά την άλλη. Μετά την κατάληψη των Σερβίων και Κοζάνης ο Βενιζέλος διατάσσει τον Κων/νο να κινηθεί γρήγορα προς τη Θεσσαλονίκη, γιατί προς αυτήν εκινούντο οι Βούλγαροι. Αμέσως η στρατιά αφήνει το αρχικό σχέδιο να απελευθερώσει το Μοναστήρι και κατευθύνεται ανατολικά.
Γρεβενά, Βέροια, Έδεσσα, Κατερίνη, αλλά η αποφασιστική μάχη δίνεται στις 19-20 Οκτωβρίου στα Γιαννιτσά, τα οποία υπεράσπιζαν 30.000 Οθωμανοί στρατιώτες. Η μάχη ήταν σκληρή και υπό δύσκολες καιρικές συνθήκες, αλλά η ορμή του ελληνικού
στρατού υπερίσχυσε. Η πόλις κατελήφθη και την ίδια ημέρα απελευθερώθηκε και η Νάουσα. Την επομένη (21/10) καταλήφθηκε η Σιάτιστα και στις 22/10 η Νιγρίτα.
Ο τουρκικός στρατός υποχωρώντας, στις 24/10 διέβη  τον Αξιό και κατέστρεψε τις ξύλινες γέφυρες, για να ανακόψει την ελληνική προέλαση και συμπτύχτηκε  όπισθεν του Γαλλικού ποταμού, 10 χλμ. δυτικά της Θεσσαλονίκης.
Η προέλασης όμως δεν ανεκόπτετο. Την ίδια ημέρα τα εμπόδια ανετράπησαν.
Την 25η Οκτωβρίου ο Κων/νος διαπραγματευόταν την παράδοση της Θεσσαλονίκης, απορρίπτοντας δύο φορές τις προτάσεις του Διοικητή Χασάν Ταξίν Πασά. Ο Βενιζέλος, πληροφορούμενος τις κινήσεις των Βουλγάρων, διατάσσει τον Διάδοχο να καταλάβει χωρίς χρονοτριβή την πόλη, καθιστώντας τον μάλιστα υπεύθυνο για κάθε δυσμενή εξέλιξη.
Τελικά το πρωτόκολλο παραδόσεως της Θεσσαλονίκης εγράφη ιδιοχείρως από τον Μεταξά, στη Γαλλική γλώσσα, την 26η Οκτωβρίου 1912 και ώρα 11 το βράδυ και φέρει τις υπογραφές του παραδίδοντος Ταξίν Πασά και από ελληνικής πλευράς του Μεταξά και του Δούσμανη.
Στον τομέα της Ηπείρου, καίτοι επιχειρούσε μόνο μία Μεραρχία, κατελήφθησαν διαδοχικά η Φιλιππιάδα, η Πρέβεζα, η οχυρή θέση Πέντε Πηγάδια και άρχισε η πολιορκία των
Ιωαννίνων. Όμως η περιοχή επροστατεύετο από σειρά καλώς  οχυρωμένων υψωμάτων μεταξύ των οποίων προέχουσα θέση κατείχε η Αετοράχη και το Μπιζάνι.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης οι κύριες δυνάμεις της ελληνικής στρατιάς εστράφησαν προς τη Δυτική Μακεδονία. Κατέλαβαν τη Φλώρινα και την 6η Οκτωβρίου την Κορυτσά. Στη συνέχεια τον Ιανουάριο του 1913 οι ελληνικές δυνάμεις που πολιορκούσαν τα Ιωάννινα ενισχύθηκαν με 2 ακόμη Μεραρχίες και την όλη προσπάθεια ανέλαβε ο Αρχιστράτηγος Κων/νος με το Επιτελείο του, εγκατασταθείς στο χάνι Εμίν Αγά. Άλλαξαν τα σχέδια επιχειρήσεων. Το πυροβολικό συνέχιζε να σφυροκοπεί το Μπιζάνι, ενώ ο κύριος όγκος της επιθέσεως πραγματοποιήθηκε δυτικά του Μπιζανίου με ρητές εντολές και χρονοδιαγράμματα επιτεύξεως των αντικειμενικών στόχων. Το 9ο Τάγμα Ευζώνων υπό τον Ταγματάρχη Βελισσαρίου προήλασε ταχύτερα και μετά από σκληρές μάχες κατάφερε να διεισδύσει ανάμεσα σε τρία τουρκικά οχυρά (Χιτζηρέλου, Μπιζανίου και Καστρίτσας) και μαζί με το 8ο Τάγμα Ευζώνων υπό τον Τχη Ιατρίδη κατέλαβαν την 18.00 της 20/2 το χωριό Αγ. Ιωάννης. Τα δύο Τάγματα εγκατέστησαν προφυλακές, απέκοψαν τα τηλεφωνικά και τηλεγραφικά καλώδια διακόπτοντας την επικοινωνία των Ιωαννίνων με το Μπιζάνι και αιχμαλώτισαν 37 αξιωματικούς και 935 οπλίτες του τουρκικού στρατού, που υποχωρούσαν και διέρχονταν από την περιοχή χωρίς να γνωρίζουν τη διείσδυση των ευζώνων του Βελισσαρίου και του Ιατρίδη.
Περί την 23.00 της 20/2ου εμφανίστηκε ο Επίσκοπος Δωδώνης με τους απεσταλμένους του Εσάτ Πασά, Υπολοχαγό Ρεούφ και Ανθυπολοχαγό Ταλαάτ, με προτάσεις για παράδοση των Ιωαννίνων. Ο Βελισσαρίου τους μετάφερε στο χάνι Εμίν Αγά όπου τις πρώτες νυκτερινές ώρες της 21ης Φεβρουαρίου 1913 υπεγράφη η παράδοση των Ιωαννίνων. Εκεί, ο Κων/νος πριν εναγκαλισθεί τον Βελισσαρίου του είπε: «Βελισσάριε είσαι άξιος ραπίσματος (επειδή παράκουσε το χρονοδιάγραμμα επιθέσεως) αλλά και φιλήματος».
Το πρωτόκολλο παραδόσεως από τον Εσάτ Πασά φέρει και αυτό την υπογραφή του Μεταξά. Επακολούθησε η κατάληψη της βορείου Ηπείρου χωρίς πολλές δυσχέρειες διότι οι Τούρκοι υποχωρούσαν διαρκώς προς βορρά κατευθυνόμενοι στην Αλβανία.
Τεπελένι, Πρεμετή, Κλεισούρα, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο. Το Αργυρόκαστρο. Η πόλη που κτίστηκε από τη Βυζαντινή Αρχόντισσα Αργύρω πάνω στους βράχους, στολίζεται από πολλές εκκλησίες και βυζαντινά μνημεία. Στον ψηλότερο βράχο υπάρχει το φρούριο που κατά τη δημοτική μας ποίηση είναι «κάστρο ξακουστό». Εκεί, στις 3 Μαρτίου κυμάτιζε η ελληνική σημαία. Δυστυχώς με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας όλη η Βόρειος Ήπειρος παραχωρήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις στην Αλβανία, χωρίς δημοψήφισμα, απλά και μόνο επειδή το ήθελαν η Αγγλία και η Ιταλία. Παρά τους αιματηρούς αγώνες, οι Ηπειρώτες θα έπρεπε να περιμένουν. Θα ελευθερωθούν και πάλι από το Μεταξά. Ο ελληνικός στρατός, προελαύνων, θα ελευθερώσει και πάλι το Αργυρόκαστρο στις 8 Δεκεμβρίου 1940. Αλλά… ανάθεμα στον αδελφοκτόνο σπαραγμό, που δεν επέτρεψαν στην πρώτη νικήτρια χώρα κατά του άξονα, να δρέψει τους καρπούς της νίκης εκείνης και να ευημερήσει από τότε μέσα στην ελεύθερη Ευρώπη.
Η συμβολή του ελληνικού Ναυτικού στους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν αποφασιστική. Η κυριαρχία του στο Αιγαίο εμπόδισε τη μεταφορά στα μέτωπα του πολέμου από τη Μικρά Ασία των τουρκικών στρατευμάτων τα οποία υπολογίζονταν σε 250.000 εμπειροπόλεμους άνδρες. Ο ελληνικός στόλος, υπό τον ένδοξο ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, καταναυμάχησε τον τουρκικό δύο φορές, στη ναυμαχία της Έλλης (3 Δεκ. 1912) και στη ναυμαχία της Λήμνου (5 Ιαν. 1913). Η κυριαρχία στο Αιγαίο διευκόλυνε την κατάληψη και απελευθέρωση όλων των ελληνικών νησιών, πλην των νησιών της Δωδεκανήσου τα οποία είχαν καταληφθεί λίγους μήνες πριν (Μάϊος 1912) από τους Ιταλούς κατά τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο. Αν δεν είχαμε ανανεώσει το στόλο με τα αντιτορπιλικά και κυρίως με το θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ και αν δεν είχαμε έναν τολμηρό ηγέτη του Στόλου, τον ένδοξο ναύαρχο Κουντουριώτη, ίσως άλλη να ήταν η έκβαση όλου του αγώνα.
Θυμηθείτε το ιστορικό σήμα που εξέπεμψε προ της ναυμαχίας από τον ΑΒΕΡΩΦ: «Με τη βοήθεια του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως μας, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν εις την νίκην κατά των εχθρών του Γένους».
Γράφει ο Αντιναύαρχος Αλεξανδρής που υπηρετούσε τότε ως Δόκιμος με βαθμό Αρχικελευστού επί του «Λέοντος»: «Όσοι είχαν την τύχη να ευρίσκονται την ημέρα εκείνη στο στόλο του Αιγαίου δεν θα λησμονήσουν ποτέ τον ενθουσιασμό που προκάλεσε η ανακοίνωση του σήματος του ναυάρχου. Μέσα από τις απλές λέξεις παλαιοί θρύλοι επικών ναυμαχιών του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος ανέζησαν κατά την επίσημη εκείνη στιγμή, προκαλούντες ανάταση ψυχών. Και επάνω στα πλοία του στόλου του Αιγαίου ήτο καταφανής εις τας ηλιοκαμένας όψεις των ανδρών και εις τα
λάμποντα από πατριωτικήν έξαρσιν μάτια των η απόφασις της Νίκης».
Η συνθήκη του Λονδίνου (17-5-1913) τερμάτισε επίσημα τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Με αυτή παραχωρήθηκε στο Βαλκανικό συνασπισμό η περιοχή δυτικά της γραμμής Αίμου – Μήδειας, ενώ η Κρήτη και τα νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος.
Μετά την κατάληψη της Βορείου Ηπείρου ό όγκος του ελληνικού στρατού μετακινήθηκε στην περιοχή του Παγγαίου. Οι Βουλγαρία, υποτιμώντας τις ικανότητες του ελληνικού στρατού, θεωρούσε πως θα μπορούσε εύκολα να επιτύχει
επιθυμητά οφέλη στη Μακεδονία με μια ενδεχόμενη ελληνοβουλγαρική σύρραξη.
Την 1η Ιουνίου 1913 η Ελλάδα υπέγραψε με τη Σερβία δεκαετή συμμαχία.
Στις 16 Ιουνίου το βουλγαρικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει κατά των ελληνικών θέσεων στην περιοχή του Παγγαίου. Στις 17 και 18 Ιουνίου ο στρατηγός Καλάρης, χρησιμοποιώντας τα όπλα, «εκκαθάρισε» τη Θεσσαλονίκη από τα δύο Βουλγαρικά
Τάγματα που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί.
Η μάχη του Κιλκίς – Λαχανά (19 - 21 Ιουνίου) ήταν αποφασιστική. Αρχικά όλοι πίστευαν πως ο ελληνικός στρατός θα γνώριζε την ήττα. Η άριστη, ωστόσο, επιτελική οργάνωση του Βασιλέως πλέον Κωνσταντίνου και η ορθή διεύθυνση των επιχειρήσεων από το Μελισσοχώρι, όπου είχε νωρίτερα εγκατασταθεί το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο, έπαιξαν κύριο ρόλο.
Η μάχη ήταν η φονικότερη του πολέμου. Όμως από εκεί άρχισε η υποχώρηση των Βουλγάρων.
Επακολούθησε κατάληψη της Γευγελής, Δοϊράνης, Στρώμνιτσας και Σερρών.
Κατά την υποχώρηση των βουλγάρων πυρπολήθηκε η μικρή πόλις Δοξάτο (30-10-13) και σφαγιάστηκε ο μισός περίπου πληθυσμός της πόλεως (650 επί 1500 κατοίκων).
(Η δεύτερη σφαγή έγινε την 29 Σεπτ. 1941, όταν το Δοξάτο βρισκόταν, όπως και όλη η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη στην κατοχή των Βουλγάρων, συμμάχων των Γερμανών και Ιταλών. Λόγω των δύο σφαγών το Δοξάτο ονομάστηκε ΜΑΡΤΥΡΙΚΗ και ΗΡΩΙΚΗ πόλις και, «τιμής ένεκεν», ονομάστηκε Δήμος).
Η καταδίωξη των Βουλγάρων συνεχίστηκε και κατελήφθησαν η Δράμα, το Νευροκόπι, το Πέτσοβο και η Καβάλα. Επηκολούθησαν πεισματώδεις u956 μάχες στην Κρέσνα, όπου σκοτώθηκε ο ήρωας των Ιωαννίνων Ταγματάρχης Βελισσαρίου
και στην Τζουμαγιά. Στη συνέχεια κατελήφθη η Ξάνθη, ενώ από αγήματα του στόλου κατελήφθησαν η Αλεξανδρούπολη και το Πόρτο Λάγο.
Η Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913) έθεσε τέρμα στην εμπόλεμη κατάσταση.
Με τη νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών πολέμων η Ελλάδα διπλασιάστηκε. Προσήρτησε την Ήπειρο (πλην της Βορείου Ηπείρου), τη Δυτική, Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη.
Τα θετικά αυτά αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων δεν θα υπήρχαν εάν δεν συνεργάζονταν δύο βασικοί παράγοντες, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για κάθε επιτυχία. Ο ένας παράγων είναι η Ηγεσία. Οι ηγέτες είναι εκείνοι που αφήνουν τα σημάδια τους στην ιστορία. Ναι, οι Έλληνες Μακεδόνες ήσαν καλοί πολεμιστές. Αν όμως δεν υπήρχε ο Μεγαλέξανδρος, δεν θα έφθανε η Ελλάδα στην Ινδία.
Ο άλλος παράγων είναι να γνωρίζεις τις αιτίες των πραγμάτων. Για να γίνει ένα αποτέλεσμα πρέπει να υπάρξει προπαρασκευή. Πίσω από κάθε επιτυχία βρίσκεται η προετοιμασία. Για να φυτρώσει το σιτάρι πρέπει να πέσει ο σπόρος.
Και οι δύο αυτοί παράγοντες συνέπεσαν στους δύο αυτούς σταθμούς της ιστορίας μας.
Όσο υπήρχε η ομόνοια και η συνεργασία Βενιζέλου – Κωνσταντίνου η Ελλάδα μεγαλουργούσε. Δυστυχώς η διάσταση απόψεων μεταξύ τους κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που ξέσπασε το 1914, προκάλεσε τον εθνοκτόνο διχασμό και τελικά τη Μικρασιατική καταστροφή.
Αφιερωμένη αυτή η ιστορική αναδρομή,  σε αυτούς που διάβηκαν τους δικούς τους δύσκολους καιρούς, όμως βγήκαν νικητές και μας χάρισαν μια διπλάσια και ελεύθερη Ελλάδα.  Πέρασαν  από τότε 103 χρόνια, και εμείς σήμερα διαβαίνουμε τους δικούς μας δύσκολους καιρούς, με μια σημαντική διαφορά, αυτοί πολέμησαν και θυσιάστηκαν, ενώ εμείς, αφού παραδώσαμε αμαχητί την πατρίδα μας στους οικονομικούς κατακτητές - εκτελεστές, περιμένουμε από τον καναπέ μας να ξαναβρούμε την χαμένη μας ευμάρεια (και όχι την Πατρίδα μας) και ν  απαλλαγούμε από αυτούς ανώδυνα.
Λαός που ξεχνά τους Ήρωες  και την ιστορία του κινδυνεύει με αφανισμό.
«Η ιστορία είναι θεματοφύλακας των μεγάλων πράξεων, μάρτυρας για το παρελθόν, παράδειγμα προς μίμηση για το παρόν και σύμβουλος μας ανεκτίμητος για ό, τι  αφορά στο μέλλον» (ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ).
                                                                                    Κιλκίς, Ιούνιος 2015
                                                                                                Έγραψε
                                                                             Ο Ευάγγελος Μαυρογόνατος
                                                         Απόστρατος Αξιωματικός του Στρατού Ξηράς


Share on Google Plus

About ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΥΡΟΓΟΝΑΤΟΣ

Απόστρατος Αξιωματικός, Αρθρογράφος,Ιστορικός Ερευνητής
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου