ΜΕΡΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ



Στους  Βαλκανικούς πολέμους και ιδιαίτερα στη μάχη του Λαχανά έλαβαν μέρος Ρουμελιώτες αξιωματικοί. Τότε, πολύ σοφά, συνηθίζονταν οι αξιωματικοί να τίθενται επικεφαλής στρατιωτών που ήταν συντοπίτες τους, για να υπάρχει σύμπνοια, αλληλοϋποστήριξη και γενικά για να υπερτερεί το πατριωτικό φιλότιμο.
Ας παρακολουθήσουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Γαρδικιώτη Στρατηγού Αθανάσιου Δ. Νικολοδήμου «Μέρες Πολέμου». Ο ίδιος, ως Λοχαγός  διοικούσε τον 1ολόχο του 22ου Συντάγματος Πεζικού της Vης Μεραρχίας Πεζικού όπου συμμετείχαν και συντοπίτες μας και είχε την τιμή να εισέλθει με το λόχο του πρώτος στο Κιλκίς και να εκδιώξει από εκεί τους Βουλγάρους που υποχώρησαν άτακτα. Χάρη στην αυτοθυσία αυτή των προγόνων μας η πατρίδα μας πορεύτηκε στην τροχιά εκπλήρωσης των εθνικών της οραμάτων.
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν από το βιβλίο του Αθ. Νικολοδήμου  «Μέρες Πολέμου» κατέγραψε, με συγκλονιστικό βιωματικό  τρόπο, ο στρατιωτικός Ιερέας Δ. Καλλίμαχος.

Τα παλικάρια της Ρούμελης

«…Ήγγικεν η ώρα. Όλα εμαρτύρουν, ότι ετερματίζετο η εκκρεμότης, η οποία παραταθείσα επί τόσους μήνας, επέτεινε την αγωνία εις επίφοβον βαθμόν. Οι στρατιώται, τους οποίους σφυγμομετρούσα κατά τα αντιβουλγαρικά κηρύγματά μου, μοι εφαίνονται σαν αλυσοδεμένα λιοντάρια και ελυσσούσαν κυριολεκτικώς δια την απραξία των.
-Παππούλη, μοι έλεγαν τα τελευταίας ημέρας τα αθάνατα παλικάρια της Ρούμελης. Τι μας κρατούν έτσι και πεθαίνουμε δέκα φορές την ημέρα; Τα σπίτια μας πεινούν ή μπρος ή πίσω να τελειώνουμε, να προφτάσουμε τουλάχιστον να θερίσουμε.
-Ολίγη υπομονή ακόμη παλικάρια και θα ξεκαθαριστεί γρήγορα ο ουρανός.
-Καλά παππούλη μας. Όλοι, όμως, έχουμε συμφωνήσει να κάμωμεν κάτι που δεν το ‘καμε κανείς άλλος στρατός…».

Οι άνδρες του 2ου Σ.Π. σε φάλαγγα

« …Προχωρούμεν δεξιότερα. Οι άνδρες του 22ου βαδίζουν κατά φάλαγγα. Ευρέθην εκείνην την ημέρα το πρωί με τα παλικάρια της Ρούμελης.
-Παππούλη! Μην πας με άλλο Σύνταγμα, έλα σήμερα σε μας, τι έχουν να πάθουν οι γουρουνομύτες από τα Ρουμελιώτικα λιοντάρια. Έλα να μας καμαρώσης και να δης αν έπιασαν τόπο οι διδασκαλιές σου...
Κατά την πορείαν εις την γραμμήν του πυρός, όταν θα άρχιζαν τα «αηδονάκια» το κελάδημά των ο Διοικητής του 22ου με πήρε πλησίον του. Ήμην ευχαριστημένος μαζί με τον Διοικητήν, ακολουθούμενον και από τον Υπασπιστήν του Λοχαγόν Δημητρόπουλο, ένα λαμπρό και τιμημένο παλι-κάρι…».

Οι Ρουμελιώτες Αξιωματικοί – Υπαξιωματικοί

«…Να ο Ταγματάρχης ο Καλογεράς, ψυχρός, σαν μαρμαρένια κολώνα, που σε κάμνη να τον υβρίσης από αγανάκτησιν και απλό θαυμασμόν δια την τέλειαν αδιαφορίαν του προς τα τελούμενα. Δεν γνωρίζω αν υπάρχη μάλλον ψύχραιμος στρατιωτική φυσιογνωμία. Εις το ενεργητικόν του έχει σελίδας φαεινάς και από τον πρώτον εναντίον των Τούρκων πόλεμον. Εκεί κοντά βλέπω και άλλους να τρέχουν σαν σύννεφα, παρακολουθουμένους από πλήμμυραν χακί, από τους Λόχους των. Είναι οι Λοχαγοί οι εκλεκτοί Ζούπας, Νικολοδήμος, Παπανικολάου. Να και των πυροβόλων, σκυλιά μονάχα, ο Καραμήτρος και ο Αντωνόπουλος. Από πίσω ακόμη ήρχοντο και τα άλλα δύο Τάγματα. Από μακριά διακρίνω τον Ταγματάρχη Επισκόπου με αληθινήν θεωρίαν επισκόπου και την συλλουέττα του Ταγματάρχου Ταγαρά, ενός απόστρατου γέρου, που η μανία του πολέμου τον μεταμόρφωσεν εις ξεφτέρι είκοσι πέντε χρόνων. Και κοντά τους μέσα εις τους Λόχους των προπορευόμενοι οι Λοχαγοί Γκίνος, Γκίκας, Τσάκαλος, Παπαγεωργίου, Κυρίμης. όλοι έτρεχαν με την αυτήν ορμήν και συγχρόνως με ανεκλάλητον γαλήνην…».

Χαλάλι… για την πατρίδα

«… Εις άλλον σημείον δεξιώτερα κατάκειται ένας άλλος Ρουμελιώτης, πελώριος λεβέντης σαν εκείνους του μυθολογικούς Τιτάνας. Θραύσμα εχθρικής οβίδος του κατακερμάτισε τα στήθη, τα οποία περιεβλήθησαν από φλογισμένον θώρακα. Με το δεξιόν του χέρι μοι έκαμε νεύμα και επλησία-σα.
- Τι έχεις παλικάρι μου; Θέλεις τίποτε, να σε βοηθήσω;
-Όχι παππουλάκιμ’ εγώ το λάδι μ’ τελειών’, μοι είπε με φωνήν διακοπτομένην. Μόνον θέλου να μου πης αν πάμε καλά!
- Θριαμβεύουμε, παλικάρι μου, δε βλέπεις γύρω σου τι γίνεται, τους ετσακί-σαμε τους δολοφόνους.
-Άι τότε Πααίνω φχαριστημένος, χαλάλι να ‘ναι για την πατρίδα!..
Έσκυψα και εφίλησα το τιμημένον μέτωπον του μεγάλου αυτού ορεσίβιου, ο οποίος ίσως δεν εγνώριζε το αλφάβητον και ο οποίος από το αλληλοφάγωμα αυτό δεν είχε προσωπικώς να κερδίση τίποτε, απ’ εναντίας συνετρίβη οικονομικώς και άφινεν ίσως οπίσω του χήραν και ορφανά και δυστυχείς γέρους και όμως απέθνησκεν ευχαριστημένος, ολύμπιος εν τη υπερόχω γαλήνη του, απέθνησκεν ως αρχαίος Έλλην με τοιούτον ηθικόν κάλλος εις τους λόγους της τελευταίας του πνοής…».

Τραυματισθέντες

«… Εκ δε του 22ου ο δραμών προς σωτηρίαν μου Υπασπιστής του Συντάγματος Κ. Δημητρόπουλος, οι Λοχαγοί Α. Ζούπας (1ου), Ν. Διαμαντόπουλος (9ου), Γ. Κυρίμης (12ου), Γ. Καραμήτρος, Διοικητής της Β’ Διμοιρίας των πολυβόλων, οι Λ. Καστρίτης, Μπακογιάννης,  Κ. Συννε-φάκης, Μ. Μιχαλάς…
Πολλοί των ανωτέρω τραυματιών δεν ηθέλησαν ν’ αποχωρήσουν από το πεδίον της μάχης, αλλ’ εξηκολούθησαν αγωνιζόμενοι…».

Τα  … παράσημα της μάχης

«…Στρατιώτης του 22ου ετραυματίσθη εις το βραχίονα.
- Τυχερός ήσουνα συνάδελφε που πήρες το παράσημο, του λέγει ο παράπλευρός του, άιντε τράβα τώρα στο χειρουργείο…
-  Τι έκαμε λέει; Με μία τσουγκρανιά να φύγω; το παλιοτόμαρό μου βαστάει ακόμα, έχω να φάγω και άλλους απ’ αυτούς τους άτιμους που σφάξανε γυναικόπαιδα!
Και συνέχισε τον αγώνα.
Παίρνει δεύτερο βόλι και εξακολουθεί να μάχεται και το δεύτερον τραύμα γίνεται τρίτον και έπειτα συνέχεια… Και όταν πλέον η δυνατή αιμοραγία τον αναγκάζει να πέσει κάτω, οι τραυματιοφορείς όταν επλησίασαν να τον παραλάβουν επέδεσαν εν όλω επτά τραύματα! Και παρεπονείτο ο Ρουμε-λιώτης στρατιώτης διότι δεν του ήτο δυνατόν πλέον να συνεχίση τον αγώναν του.
- Μωρέ δεν μπορούσε να είχα κι άλλο παλιοτόμαρο, να βγάλω αυτό το τρυπημένο και να βάλω το καινούριο!».

Δυο Ρουμελιώτικα λιοντάρια

«… Είδα τον Λοχαγόν Κυρίμην του 12ου Λόχου του 22ου Συντάγματος, ένα ρουμελιώτικο λιοντάρι. Σφαίρα του εσακάτεψε το πόδι. Αιμοραγία δυνατή. Τι με τούτο. Μ’ ένα κόκκινο παλιομάνδηλο έδεσε το πονεμένο πόδι του, εξηυτέλισε το τραύμα και την αντισηψίαν και εξηκολούθησε την θυελλώδη του επίθεσιν. Με το πονεμένο πόδι εις την προτροπήν ν’ αποχωρήση πλέον, απήντα στερεοτύπως.
- Ματαίως κοπιάζετε, ο Κυρίμης δεν φεύγει αν δεν πέση το Κιλκίς.
Και εις τας 21, μετά τριήμερον γιγαντομαχίαν, του Κυρίμη ο Λόχος εισή-ρχετο πρώτος εις το Κιλκίς και μόνον τότε γεμάτος γαλήνην απεχώρει ο Ρουμελιώτης Λοχαγός εις την Θεσσαλονίκην, δια να επανέλθη πριν επουλωθή το τραύμα του.

Να και άλλος τιμημένος της Ρούμελης λεβέντης ο Λοχαγός του 9ου του αυτού Συντάγματος, ο Ν. Διαμαντόπουλος προπορευόμενος μέσα στη φωτιά, διπλά επήρε τα παράσημα και εξακολουθεί το έργον του.
- Αν δεν πέση το Κιλκίς δεν φεύγω!».

Καραμήτρος, ο Ρουμελιώτης Λοχαγός των πολυβόλων

«…Αξίζει να επιμείνω δια την τιμήν της Ε΄ Μεραρχίας και του όλου ελληνικού στρατού αναγράφων ιδιαιτέρως τα κατά Γ. Καραμήτρου, τον Ρουμελιώτην Λοχαγόν των πολυβόλων.
Αυτός μαζί με τον Δ. Νικολοδήμον, ένα από τα μάλλον ατρόμητα λεοντάρια της Μεραρχίας μας, έγιναν Αξιωματικοί μαζί επί ανδραγαθία, κουμπάροι και αχώριστοι και εις τα πεδία των μαχών κατά περίεργον όλως σύμπτωσιν.
Ο Καραμήτρος, σαν θηρίο που είναι, ως Διοικητής της 2ας Διμοιρίας των πολυβόλων, κρατών τας απαισιωτέρας θεριστικάς μηχανάς του νεωτέρου πολέμου, ευρίσκετο εις το στοιχείον του.
Πρώτος πάντοτε εις την πρώτην γραμμήν του πυρός εθέριζε Βουλγαρικά κουφάρια.
Είναι ο Καραμήτρος με τας θεριστικάς του μηχανάς…
Εις τας 7 του Ιουλίου, όταν εβαδίζαμεν προς τα στενά της Κρέσνας, είδα τον Κυρίμην και κοντά του κάποιον τραυματίαν με επιδέσμους σαν σαβανωμένον.
Ήτο ο Καραμήτρος.
Εδάκρυσα…
Παραδίδω την υπέροχον αυτοθυσίαν του σεμνού Λοχαγού της Ρούμελης εις την ευγνωμοσύνην του Πανελληνίου και εις τον θαυμασμόν των παγκο-σμίων στρατιωτικών κύκλων.
Έκαμεν την Ελλάδα μας δοξασμένην και μεγάλην!».

Νικολοδήμος, το Λιοντάρι της Ρούμελης

«…Ο Λόχος του 2ου, υπό ένα ατρόμητο Ρουμελιώτικο λιοντάρι, τον Νικολοδήμον, τον αχώριστον του Καραμήτρου, ο Λόχος των 300 αθανάτων ενόμιζε κανείς ότι εξήλθε προς άγραν Βουλγάρων.
-Παππούλη, θέλεις να σου δώσουμε και σένα κανένα λάφυρον, ο καθένας έχει 5-6. Πάρε όποιον θέλεις, διάλεξε, να αυτός που δεν φορεί γουρουνοτσάρουχα. Οι άλλοι βρωμούν λιγουλάκι.
- Να παππούλη, μοι είπεν άλλος, πάρε. Εμένα με φθάνει ένας, θα τον πάρω μαζί μου στο Γαρδίκι να μου φυλάει τα γρούνια.
Και ήστραπτον τα πρόσωπα των παλικαριών της Ρούμελης από χαρά και υπερηφάνεια, που κρατούσε ο καθένας από το σβέρκο 5-6 Βούλγαρους….».


 Η  ΣΥΜΒΟΛΗ & ΘΥΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΡΓΙΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ

Στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-13 έλαβαν μέρος όλοι οι επιστρατεύσιμοι μάχιμοι συγχωριανοί μας. Από αυτούς οι περισσότεροι, αφού εκπλήρωσαν το χρέος τους προς την πατρίδα,  επέστρεψαν σώοι, αρκετοί τραυματίστηκαν και επτά (7) έπεσαν ηρωικά στα πεδία των μαχών, ποτίζοντας με το αίμα τους το δέντρο της ελευθερίας.
Σχετικά με τη συμμετοχή και προσφορά των Αγιωργιτών στους Βαλκανικούς πολέμους ακολουθούν παρακάτω μερικές μαρτυρίες συγχωριανών μας

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
1η μαρτυρία

Ο Υφαντής Β. Γεώργιος θυμήθηκε λίγο πριν το θάνατό του και μου διηγήθηκε τα εξής περιστατικά  που του τα έλεγε ο πατέρας του Βασίλειος:

«Στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-13 συμμετείχε και ο πατέρας μου Βασίλειος Χ. Υφαντής με δύο αδερφούς του, τον Ευάγγελο και τον Γεώργιο. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στη Ζιώψη το 1890 και ήταν κλάσεως κληρωτός 1911. Τότε η ελεύθερη Ελλάδα έφθανε μέχρι τη Θεσσαλία. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος ο ελληνικός στρατός, που συμμετείχε και ο πατέρας μου με τ’ αδέρφια του, πολε-μώντας σκληρά απελευθέρωσε τη Θεσ-σαλονίκη και βάδιζε για το Λαχανά και Κιλκίς. Εκεί κοντά στρατοπέδευσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μια μέρα ένας βουλγάρικος Λόχος, οπλισμένος καλά,  μ’ έναν σημαιοφόρο μπροστά με λευκή σημαία , έφερε σα αμηχανία τους Έλληνες στρατιώτες. Τότε ο Αξιωματικός διέταξε να ρίξουν ένα βλήμα για να δουν τι θα κάνουν. Πράγματι έριξαν ένα βλήμα και σκότωσαν το σημαιοφόρο. Οι άλλοι Βούλγαροι τρόμαξαν και το έβαλαν στα πόδια, εγκαταλείποντας εφόδια και στρατό στα φυλάκια…».

2η μαρτυρία

Ο Ευθυμίου Δ. Ηλίας θυμάται και εξιστορεί:

«Ο πατέρας μου Μίμης πολέμησε στη μάχη του Λαχανά και μολόγαγε ότι τα πτώματα των Βουλγάρων που έπεσαν στο πεδίο της μάχης ήταν τόσα πολλά, ώστε σχημάτιζαν στρώματα ολόκληρα και οι στρατιώτες μας δυσκο-λεύονταν να περπατήσουν! Αναγκάζονταν πολλές φορές να καθίσουν πάνω τους για να ξεκουραστούν!».


3η μαρτυρία

Ο αείμνηστος Τόλιας Σπ. Τάσος μου εξιστόρησε το εξής περιστατικό, κάπου στη δεκαετία του 1990. το οποίο ενθυμούμαι ζωηρά, σαν να μου το διηγήθηκε αυτή τη στιγμή και το παραθέτω:

«Ο πατέρας μου Σπύρος (1870-1964) ήταν ένας ατρόμη-τος άντρας.  Έλαβε  μέρος    στους Βαλκανικούς  πολέ-μους 1912-13. Εντάχθηκε στη Στρατιά Λάρισας κι ενώ εβάδιζαν εναντίον των Τούρκων για το Σαραντάπορο, ο ίδιος εστάλη με άλλους στρατιώτες ως εμπροσθοφυλακή για ανίχνευση. Είχαν αυστηρή εντολή να μην πυροβο-λήσουν και προδώσουν τις θέσεις τους για κανένα λόγο. Ξαφνικά αντελήφθησαν μια ομάδα Τούρκων σε κάποιο πρόχειρο όρυγμα. Και ενώ όλοι ήταν έτοιμοι να επιστρέ-ψουν για να ενημερώσουν τους επικεφαλείς των, ο πατέρας μου προχώρησε αρκετά και αφού έφθασε σε θέση βολής, σημάδεψε και πυροβόλησε τους Τούρκους. Αυτοί αιφνιδιάστηκαν και το έβαλαν τρομοκρατημένοι στα πόδια. Φυσικά ο πατέρας μου τιμωρήθηκε για την ανυπακοή του, αλλά ταυτό-χρονα έλαβε “εύφημο μνεία”  για τον ηρωισμό του».

4η μαρτυρία

Ο αγροφύλακας Κορέλης Γεώργιος άκουσε και διηγείται την εξής ιστορία:
«Ο Μητσάκης Βασίλειος πολέμησε στη μάχη του Λαχανά εφόπλου λόγχης για τρία ολόκληρα μερόνυχτα. Ύστερα αναγκάστηκαν να κοιμηθούν από την κούραση πάνω στα πτώματα των εχθρών, που ήταν κατάσπαρτα σε μεγάλη έκταση».

Τα αδέρφια Παναγιώτης & Ευάγγελος Προβόπουλος σε τυχαία συνάντησή τους στην Καβάλα στα ταραγμένα χρόνια της εμπόλεμης κατάστασης

ΟΙ ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΑΓΙΩΡΓΙΤΕΣ  ΣΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ


1. Αντωνόπουλος Παναγιώτης του Ιωάννη. Έπεσε ηρωικά μαχόμενος στη μάχη του Λαχανά στις 21 Ιουνίου του 1913.
2. Γεωργαντάς Κωνσταντίνος του Ιωάννη. Ήταν πρώτος εξάδερφος του μπαρμπα - Γιώργη Γεωργαντά, που διατηρούσε το καφενείο στο κέντρο του Αη Γιώργη.
3. Ζάχος ή Πρασσάς Λάμπρος του Κωνσταντίνου. Σκοτώθηκε στη μάχη του Λαχανά. Τη θυγατέρα του Βαγγελιώ, με το προσωνύμιο «Πρασολάμπραινα», παντρεύτηκε ο Φώτης Λυτάκης από το Νεοχωράκι.
4. Καλύβας Ηλίας του Ευαγγέλου.
5. Κορέλης Γεώργιος του Γρηγορίου.
6. Προβόπουλος Δημήτριος του Χαράλαμπου. Η γυναίκα του, όταν επιστρατεύτηκε στη Μικρά Ασία, βρισκόταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης και γέννησε την Ελένη που παντρεύτηκε ο αείμνηστος Αντωνόπουλος Ηλίας (Αντωνολιάς). Ο πεσών για την πατρίδα στη Μικρά Ασία ήταν μικρόσωμος γι' αυτό αποκαλούνταν και «Σμέτης».
7. Προβόπουλος Κωνσταντίνος του Βασιλείου.

Μετά το τέλος του πολέμου η πολιτεία απέστειλε σε κάθε κοινότητα μαρμάρινη στήλη με χαραγμένα τα ονόματα των πεσόντων. Απομεινάρια αυτής της στήλης διασώζονται στο Άγιο Βήμα του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου.
Στο τέμπλο του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Ζιώψης υπάρχει ανηρτημένο ένα ασημένιο αφιέρωμα κάποιου ντόπιου πολεμιστή που προφανώς διασώθηκε από τη φωτιά του πολέμου.


Η  ΣΥΜΒΟΛΗ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΡΓΙΤΩΝ
ΣΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

Αγιωργίτες πολεμιστές της Μικράς Ασίας

Και στην Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή  έλαβαν μέρος δεκάδες μάχιμοι συγχωριανοί μας. Από αυτούς αρκετοί τυχεροί επέστρεψαν σώοι, άλλοι τραυματίστηκαν ελαφρά ή σοβαρότερα και ένδεκα (11) απ’ αυτούς στάθηκαν άτυχοι, αφού έπεσαν ηρωικά στα πεδία των μαχών.
Σχετικά με τη συμμετοχή και προσφορά των Αγιωργιτών στη Μικρασιατική εκστρατεία ακολουθούν παρακάτω μερικές μαρτυρίες συγχωριανών μας.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ
1η  μαρτυρία

Ο Χρήστος Ηλ. Τόλιας καταθέτει την εξής μαρτυρία για την συμμετοχή του πατέρα του Ηλία στη Μικρασιατική εκστρατεία:

«Ο πατέρας μου Ηλίας Τόλιας γεννήθηκε στη Ζιώψη το 1902. Μαζί με τον Ηλία Λυτάκη, Γιώργο Καραγιάννη και Γιώργο Καρκάνη αποφοίτησαν από τη Σχολή Χωροφυλακής Αθηνών. Το 1921 επιστρατεύτηκαν στη Μικρά Ασία και αποτέλεσαν τη φουρά του μετόπισθεν.
Οι Τούρκοι Τσέτσες τους είχαν ιδιαίτερη μανία επειδή ήταν χωροφύλακες και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τους εξοντώσουν. Ο πατέρας μου Ηλίας και ο Γιώργος Καραγιάννης συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από τους Τσέτσες και για ένα ολόκληρο χρόνο θεωρούνταν αγνοούμενοι. Μάλιστα στο χωριό οι συγγενείς τους,  τους είχαν σχεδόν ξεγράψει. Το τι τράβηξαν ως αιχμάλωτοι δε μολογιέται. Σε κάποια φάση του πολέμου έγινε ανταλλαγή αιχμαλώτων. Επειδή όμως οι Έλληνες αιχμάλωτοι ήταν περισσότεροι, το ελληνικό δημόσιο αναγκάστηκε να πληρώσει 70 τουρκικές λίρες για κάθε αιχμάλωτο που απελευθέρωναν οι Τούρκοι.

 Έτσι απελευθερώθηκε και ο πατέρας μου με τον Γιώργο Καραγιάννη. Τότε απελευθερώθηκαν ακόμη με ανταλλαγή ο Φώτιος Ε. Καλύβας και ο Βασίλειος Γ. Καλύβας. 
Ο πατέρας μου φορούσε για ρούχα ένα σχισμένο τσουβάλι και με χίλιους κόπους έφθασε κάποτε  με κάποιο σαπιοκάραβο στον Πειραιά. Εκεί μόλις αποβιβάστηκε θυμήθηκε ότι Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν ο Καμπέρης, γνωστός του, επειδή ήταν γαμπρός του Τσέλιου. Κατάφερε να τον εντοπίσει, αφού περπάτησε την απόσταση από Πειραιά μέχρι Αθήνα και να του εξιστορήσει τα βάσανά του. Ο Καμπέρης, ένας εξαιρετικός κύριος, τον βοήθησε αμέσως. Τον έντυσε και αφού του έδωσε χρήματα τον επιβίβασε σ’ ένα κάρο για να τον μεταφέρει στο χωριό. Τότε ο καρόδρομος έφθανε μέχρι το Νεοχωράκι.
 Κάποτε ύστερα από μέρες  έφθασε εκεί, όπου τον αναγνώρισε ο Λάμπρος Καρκανόπουλος που ήταν κουμπάροι. Από τη χαρά του ο Λάμπρος έτρεξε και πήγε τα συχαρίκια στον παππού μου,  το Σπύρο. Αυτός δεν πίστευε στα μάτια του. Από την απέραντη χαρά του που γύρισε ζωντανός ο γιος του Ηλίας, φιλοδώρησε το Λάμπρο με όλα τα χρήματα που είχε στο σπίτι του, γύρω στις 100 δραχμές.
Έτσι σώθηκε ο πατέρας μου, ύστερα από απίστευτες κακουχίες και βάσα-να».

2η μαρτυρία

Ο Υφαντής Β. Γεώργιος θυμήθηκε τα παρακάτω για την Μικρασιατική Εκστρατεία που του τα διηγιόταν ο πατέρας του Βασίλειος:

«Στη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή συμμετείχε και ο πατέρας μου Βασίλειος με δυο αδέρφια του, τον Ευάγγελο και το Γεώργιο. Όταν έφτασαν στη Σμύρνη εκεί τους υποδέχτηκαν με χαρά και ενθουσιασμό οι Έλληνες. Στη Σμύρνη έμειναν αρκετό διάστημα για να εμψυχώσουν τους κατοίκους αλλά και για να ετοιμαστούν για επιχειρήσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Το βράδυ εκεί έρχονταν οι Τσέτσες, Τούρκοι αντάρτες, και αφού χτύπαγαν τα ελληνικά φυλάκια έφευγαν αιφνιδιαστικά.
Ο πατέρας μου με τ’ αδέρφια του παρέμειναν στις επιχειρήσεις όλο το διάστημα από το 1919 έως και το 1922. Όταν κατέρρευσε το μέτωπο και έγινε η Μικρασιατική καταστροφή ο πατέρας μου και ο αδερφός του ο Ευάγγελος κατάφεραν να επιστρέψουν καταταλαιπωρημένοι, αλλά σώοι. Δυστυχώς ο άλλος τους αδερφός ο Γεώργιος έπεσε στα πεδία των μαχών. Άλλος ένας χωριανός μας θυσία στον ανόητο πόλεμο που μας παρέσυραν οι σύμμαχοι και ύστερα μας εγκατέλειψαν στο έλεος των Τούρκων!».

3η μαρτυρία

Ο Γιάννης Δ. Παπαχαραλάμπους, δάσκαλος, επανέφερε στη μνήμη του και κατέγραψε τα παρακάτω γεγονότα που του διηγήθηκε ο Γεώργιος Κ. Καραγιάννης, ο οποίος ήταν θείος του και συγκεκριμένα αδερφός της μητέρας του:

«Ο Γιώργος Κων. Καραγιάννης, πιάστηκε αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία, στον ατυχή πόλεμο του 1921-22, που είχε σαν αποτέλεσμα τη μεγάλη Μικρασιατική καταστροφή. Τα βασανιστήρια και τα μαρτύρια που πέρασε στο διάστημα της αιχμαλωσίας του, δεν τα χωράει ανθρώπινος νους.
Ενδεικτικά, αναφέρω μερικά απ' τα βάσανα του, όπως μου τα διηγήθηκε ο ίδιος ο μακαρίτης ο μπάρμπας μου.
Πριν συλληφθούν, είχαν πληροφορίες ότι όποιος στρατιώτης συλλαμ-βάνονταν και είχε μακριά μαλλιά, τον εκτελούσαν αμέσως, γιατί τον θεωρούσαν ότι είναι χωροφύλακας (κοσπενταράδες τους έλεγαν, γιατί αυτοί ήταν μισθωτοί). Ο μπάρμπας μου, όμως, όπως και άλλοι, είχε μακριά μαλλιά. Πώς να τα κόψουν, όμως; Μήπως υπήρχε ψαλίδι; Τότε, έψαξαν και βρήκαν γυαλιά και μ' αυτά έκοψαν τα μαλλιά τους, για να γλιτώσουν την εκτέλεση.
Έμειναν σε περιφραγμένους χώρους, μέσα σε πρόχειρες παράγκες ή τελείως στο ύπαιθρο. Νερό ελάχιστο υπήρχε, ίσα ίσα για να πίνουν. Για καθαριότητα, ούτε λόγος να γίνεται. Το φαγητό ήταν ελάχιστο και προπαντός νερόβραστες πατάτες ή όσπρια, σκέτος χυλός χωρίς λάδι ή αλάτι. Και το ψωμί, μισή φέτα και ξερή.
Στο στρατόπεδο δεν υπήρχε γιατρός. Όποιος αρρώσταινε, τον περίμενε ο θάνατος.
Τα ρούχα τους ήταν κουρελιασμένα και τα παπούτσια το ίδιο.
Το ξύλο που έτρωγαν ήταν συχνό και πολύ σκληρό.
Καθημερινά, τους έβαζαν να σκάβουν ή να κουβαλούν πέτρες σε ανήφορο και να τις έχουν φορτωμένες. Αλίμονο σε όποιον του έπεφταν οι πέτρες! Έτρωγε ξύλο μέχρι λιποθυμίας! Τις περισσότερες μέρες, δεν τους άφηναν να καθίσουν κάτω για λίγη ξεκούραση. Επίσης, και το βράδυ τους άφηναν λίγες ώρες για ύπνο. Αυτά ήταν σχέδια τέλειας εξόντωσης. Κάποια μέρα, τους βάλανε στη γραμμή, σε φάλαγγα κατ' άντρα. Μια γραμμή που είχαν παραταχθεί τουλάχιστον 150 Έλληνες στρατιώτες - αιχμάλωτοι. Ένας Τούρκος αξιωματικός, συνοδευόταν από δυο στρατιώτες, που ο καθένας κρατούσε ένα τσεκούρι. Ο αξιωματικός, στεκόταν μπροστά σε κάθε αιχμάλωτο. Αν ο αξιωματικός κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του, ο τσεκουροφόρος άνοιγε το κεφάλι του Έλληνα στα δυο.
Ο μπάρμπα-Γιώργης περίμενε το τέλος του, γιατί είδε πολλούς νεκρούς αιχμαλώτους. Όταν έφτασε ο αξιωματικός στο διπλανό του, κούνησε το κεφάλι ο Τούρκος και ο Έλληνας έπεσε νεκρός. Στάθηκε μπροστά του, αλλά αμέσως προχώρησε στον επόμενο, ο οποίος είχε την τύχη του προηγούμενου  νεκρού.
Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, μάνα του μπαρμπα-Γιώργη, αν και της είπαν ότι το παιδί είναι νεκρό, αυτή έκανε σχεδόν καθημερινά παρακλήσεις και πίστευε ότι ο γιος της ήταν ζωντανός. Και δικαιώθηκε. Λέτε να βοήθησαν και οι παρακλήσεις για τη σωτηρία του παιδιού της;».

4η μαρτυρία

Ο Παναγιώτης Κ. Κακογεώργος, καθηγητής, είναι εγγονός του Γεωργίου Κ. Καραγιάννη. Από τον παππού του άκουσε πολλές ιστορίες για τον ατυχή πόλεμο της Μικράς Ασίας. Επίσης φύλαξε για ενθύμιο ένα αυθεντικό χειρόγραφο σχετικό ποίημα που έγραψε ο παππούς του και το παραχώρησε ευγενικά να δημοσιευτεί στο παρόν βιβλίο. Είναι το ακόλουθο:
Γεώργιος Κων. Καραγιάννης, γεννηθείς 1902.
Αιχμάλωτος Τουρκίας στη Μικρά Ασία ένα χρόνο-γράφω τα πάθη μου.

«Τη χρονιά του εικοσιένα με επιστρατεύσανε και μένα
και με πήγαν στη Σχολή με τυραγνήσανε πολύ.
Τον Αύγουστο στις 28 αιχμαλωτίστηκα και εγώ.
Στη Σμύρνη που με πιάσανε στο ξύλο με ταράξανε
στης Σμύρνης τις ανηφοριές μου δώσανε δυο μαχαιριές.
Στον Κασαμπά μας πήγανε, τα ρούχα μας τα πήρανε.
Τότε μάθαμε και ένα άλλο που ήταν βάσανο μεγάλο.
Στέλνει ο Κεμάλης διαταγή για να βάλονε σφαγή,
βγάζουν τα μαχαίρια τους, τα κρατούν στα χέρια τους,
αρχίσανε να σφάζουνε και μεις αναστενάζουμε.
Πια καρδιά σαν τη δική μου να έχει την υπομονή μου,
μαχαιριές να τη χτυπάνε και να λέει πως δεν πονάνε.
Τέλος πάντων ρε παιδιά εμείς περάσαμε πολλά.
Πέρασε ένας χρόνος, όλο βάσανα και πόνος,
ήρθε άλλη διαταγή για να γένει ανταλλαγή
και στο τρένο μπήκαμε μες στη Σμύρνη βγήκαμε.
Στο παμπόρ μας βάνονε, το σταυρό μας κάνομε,
τα σανίδια φιλούσαμε, το θεό παρακαλούσαμε:
Βόηθα Χριστέ και Παναγιά να φθάσομε στον Πειραιά,
βόηθα να σώσουμε και μεις θα σε ασημώσουμε.
Στον Πειραιά βγήκαμε, κανέναν δε γνωρίζαμε,
ούτε μάνα ούτε πατέρα, ούτε συγγενή κανένα.
Γυμνά και πεινασμένα γυρίζαμε τα καημένα.
Τι να σας πω μωρέ παιδιά εμείς περάσαμε πολλά
απ’ το θεό είμαι ευχαριστημένος γιατί θα ‘μαν σκοτωμένος»

(χορεύεται Καλαματιανό)
Που γράφω τώρα στα 90 χρόνια- τα θυμάμαι όλα.

5η μαρτυρία

Η μαρτυρία που ακολουθεί δόθηκε, ως συνέντευξη, από τον αιωνόβιο αείμνηστο Ηλία Λυτάκη ή Λυτόπουλο του Γεωργίου στο γιο του Σπύρο και έχει ως εξής:
«Εγώ γεννήθηκα στο χώμα, πάνω σε ρομπότσιλα στο χωριό Ζιώψη. Πήγα στο Δημοτικό του χωριού μέχρι 4η και μετά με πρωτοβουλία του παππού μου Ηλία Λυτόπουλου με έστειλε Σχολαρχείο στο Καρπενήσι. Πήγα δυο χρόνια, τώρα γιατί με σταματήσανε δε θυμάμαι. Ο παππούς μου διηγιόταν ιστορίες, όπως την καταγωγή μας με υπερηφάνεια, ότι ο πατέρας του έφυγε από την Ελασσόνα Λαρίσης με 2000 πρόβατα, κυνηγημένος από τους Τούρκους έφτασε δυτικά στον κάμπο Δομοκού, άλλαξε επίθετο από Αμυγδαλός σε Λυτόπουλος και εγκαταστάθηκε στο Παλαιο-χώρι, απέναντι από την Αγία Παρασκευή. Επειδή μας κλέβανε, έφυγε από εκεί και ήρθε στη Ζιώψη. Ο πατέρας μου Γιώργος πέθανε το 1918 με τη γρίπη σε μικρή ηλικία και ο παππούς μου με έστειλε χωροφύλακα από την Αθήνα στη Χαλκίδα. Εκεί βρήκα τον ξάδερφό μου Υφαντή Βαγγέλη. Ο παππούς μου πέθανε αργότερα, το 1925 ή 1926, δε θυμάμαι ακριβώς γιατί υπηρετούσα στο στρατό μέχρι το 1928. Υπηρέτησα από το 20ο έτος έως το 28ο, οχτώ χρόνια.
Από τη Χαλκίδα δημιουργήθηκε ανεξάρτητο Σύνταγμα με επικεφαλής το στρατηγό Παπούλια. Από τον Πειραιά με καράβι φτάσαμε στη Σμύρνη, μπήκαμε μεσημέρι και φθάσαμε την άλλη μέρα και έλεγε ένας παλιός που τον είχαμε διμοιρίτη από την Κάψη:
 -Ωρέ παιδιά ήρθαμε μέρα και θα φύγουμε νύχτα, διωγμένοι από τις ξένες δυνάμεις. Μας φάγανε οι δικοί μας σύμμαχοι Γάλλοι και Άγγλοι.
Στη Μικρά Ασία πήγαμε για περιφρούρηση των Φρουραρχείων. Έφτασα μέχρι την μεγάλη Αλμυρά Έρημο. Έξω από την Άγκυρα εγώ έφθασα μέχρι την Πέργαμο. Πολεμούσαμε τόση Τουρκιά. Εκεί, έκατσα τρία εξάμηνα. Τον ελληνικό στρατό δεν τον πολεμούσαν οι Τούρκοι, τον αφήσανε και προχώρησε μέχρι έξω από την Άγκυρα και έλεγαν το εξής οι τοπικές εφημερίδες της εποχής εκείνης: «Πώς πάει το Μέτωπο ρε παιδιά; Όλα καλά τους φάγαμε τους Τούρκους».
Αφού ο ελληνικός στρατός είχε φθάσει στην Αλμυρά Έρημο, δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο. Θα σου πω ένα γεγονός που μου έτυχε εμένα. Ήμασταν σε ενέδρα, κάτω από μια γέφυρα, γιατί περνούσε τουρκική περίπολος, την αιχμαλωτίσαμε, αλλά όπως σου είπα στην αρχή ότι θα μας φάνε οι ξένες δυνάμεις, επιβεβαιώθηκα, αφού επικεφαλής της περιπόλου ήταν και ένας Γάλλος αξιωματικός, τον οποίο παραδώσαμε στην Μεραρχία. Διοικητής της Μεραρχίας ήταν ο Γούναρης, ο οποίος έκανε του κεφαλιού του, διότι με τη Συνθήκη των Σεβρών που είχε υπογράψει ο Βενιζέλος, έπρεπε να περιοριστεί γύρω από τη Σμύρνη και να μην προχωρήσει για την Άγκυρα. Εξόργισε τον Κεμάλ, ο οποίος άφησε τους Έλληνες να προχωρή-σουν στα βάθη της Τουρκίας, χωρίς να τους ενοχλήσει. Μετά παρα-κινούμενος από τις ξένες δυνάμεις, μας χτυπούσαν από παντού και ετράπη ο ελληνικός στρατός σε φυγή. Ο Γούναρης αιχμαλωτίστηκε, ο στρατός του διαμελίστηκε.
Πιο έξυπνα φέρθηκε ο στρατηγός Παπούλιας, Διοικητής Ευζώνων, δεν πήγε προς τη θάλασσα (Σμύρνη), αλλά πεζοπορία μέσω Δαρδανελίων, δια ξηράς, έφθασε στην Αθήνα, σχημάτισε κυβέρνηση, έκανε δικαστήριο (στρατοδικείο) για εσχάτη προδοσία, δίκασε και εκτέλεσε τους έξι στο Γουδί. Αυτά μας τα είχε πει, εκ των υστέρων, ο πατέρας των Μπαρμπουναίων που ήταν Ανθυπασπιστής στην εκτέλεση των έξι.
Από το Σύνταγμα το δικό μας  ήμασταν επτά, οι οποίοι δεν παραδώσαμε τον οπλισμό μας. Εγώ στην επιστροφή πήρα ένα μουλάρι ενός Τούρκου και διήνυσα την απόσταση τριών ημερών, δηλαδή από τη Στυλίδα στο Αγρίνιο, για να φθάσουμε στη Σμύρνη σούρουπο. Εκεί, επικρατούσε χαμός, φωτιές παντού, πολύς στρατός χωρίς όπλα, τα καράβια απλησίαστα. Βρήκαμε μια βάρκα στο λιμάνι, κουπί ήξερε από την παρέα μας κάποιος Γεωργου-σόπουλος από την Υπάτη και ένας Θηβαίος. Αφού διανύσαμε μία απόσταση 100 με 150 μέτρα περίπου, να ένα καΐκι. Ρίξαμε ριπές για εκφοβισμό, το σταματήσαμε και αναγκάσαμε τον καπετάνιο να μας πάει στη Μυτιλήνη που ήταν κοντά. Παρουσιασθήκαμε στο Φρουραρχείο, ο Φρούραρχος μας έβαλε σκοπιά με την υπόσχεση ότι θα μας βρει μέσο να μεταφερθούμε στον Πειραιά, εκεί καθίσαμε έξι ημέρες. Ήρθε πλοίο και έτσι φύγαμε και φθάσαμε στον Πειραιά, από κει με τα πόδια στη Σχολή Χωροφυλάκων. Εμένα με στείλανε στην Άμφισσα, εγώ όμως αντί για Άμφισσα πήγα στο σπίτι μου στη Ζιώψη, πλύθηκα, άλλαξα, μετά από δυο μέρες κατέβηκα στον Αη-Γιώργη. Έγραφε μια εφημερίδα, όσοι χωροφύλακες ήταν στη Μικρά Ασία, μετατάσσονται στο Στρατό Ξηράς. Έτσι, με το Πεζικό πήγα στην Αλεξανδρούπολη, με βάλανε σ’ ένα λόχο, όπου δεν υπήρχε κανένας Στερεολλαδίτης (Παλαιολλαδίτης). Με έκαναν λοχία, μου δώσανε μια Διμοιρία. Πήγαμε στη γέφυρα της Αδριανουπόλεως, που συνδέει την Ελλάδα με την Τουρκία. Έπρεπε να διασχίσουμε το ποτάμι Έβρος και να πολεμήσουμε τους Τούρκους που κάνανε οχυρά στην απέναντι όχθη του ποταμού. Αφού φθάσαμε στη μέση στο ποτάμι, έρχεται διαταγή οπισθοχώρησης και δώσαμε τη μισή γέφυρα στην Τουρκία για να μη γίνει σύρραξη. Θα έρθει ένας λόχος της Τουρκίας να παραλάβει το φυλάκιο πάνω στη γέφυρα γι’ αυτό μού είπε ο Λοχαγός μου να παρουσιάσω όπλα για να παραδώσω το φυλάκιο. Πράγματι, ήρθαν οι Τούρκοι, αποτελούμενοι από αμούστακα παιδιά με τον Λοχαγό τους πάνω σ’ ένα άλογο. Εγώ, ούτε όπλα παρουσίασα, ούτε τίποτε. Είπα μόνο «προσοχή!». Πήρα τη Διμοιρία μου και γύρισα  πίσω στο Λόχο.
Αυτή είναι η ιστορία μου, όσον αφορά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, γιατί τα βάσανά μου δεν τελείωσαν, αφού συνέχισα να υπηρετώ στο στρατό μέχρι το 1928, οπότε και αποστρατεύτηκα.

ΟΙ ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΑΓΙΩΡΓΙΤΕΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

1. Αντωνόπονλος Κωνσταντίνος του Γεωργίου. Υπηρετούσε στο Α' Σώμα Στρατού και ατύχησε να πεθάνει από νεφρίτιδα στις 5 Δεκεμβρίου του 1919.
2.  Ζιώγας Θωμάς του Βασιλείου. Κατοικούσε στη Βίγλα. Ήταν
γεροδεμένο, ανύπαντρο παλικάρι.
3.  Θεοδοσόπουλος Ιωάννης του Κων/νου.
4.  Υφαντής Στέργιος του Ιωάννη. Ανύπαντρος νέος.
5· Καλαντζής Ιωάννης του Χρήστου. Κατοικούσε στη Ζιώψη. Ήταν «μπιστικός» της στάνης του Καρκανόπουλου Κώστα που αριθμούσε πάνω από 1οο γίδια. Η γυναίκα του ήταν η γνωστή «Καλαντζίνα» που κατοίκησε τα τελευταία χρόνια στο σπίτι κάτω από το Γυμνάσιο. Μάλιστα υπήρξε περιώνυμη μοιρολογίστρα, αφού βίωσε συμφορές και συμφορές στη ζωή της.
6. Καρκάνης Δημήτριος του Ευαγγέλου.
7· Μαγκλάρας Ιωάννης του Κωνσταντίνου. Προερχόταν από την Κορομηλιά Δομοκού. Κηρύχτηκε σε αφάνεια, επειδή εξαφανίστηκε και δε ξαναγύρισε όταν κατέβηκε σε μια πηγή για να φέρει νερό, παρά τις παραινέσεις του συμπολεμιστή του Αντωνόπουλου Παναγιώτη να μην το επιχειρήσει, επειδή εκεί φύλαγαν Τούρκοι.
8. Μητσάκης Σεραφείμ του Δημητρίου. Εξασκούσε το επάγγελμα του σαμαρά στην κάτω συνοικία. Έφερε το βαθμό του λοχία και φονεύτηκε στο Αρντίζ στις 16-8-1921. Ο πατέρας του κατάφερε να πάρει μια συμβολική σύνταξη, όπως και οι γονείς όλων των επίσημα φονευθέντων.
9. Τόλιας Παναγιώτης του Ανδρέα. Κατοικούσε στη Ζιώψη. Ήταν ανύπαντρος.
1ο. Τσιαχρής Κωνσταντίνος του Γεωργίου. Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν αδερφός του Τσιαχρή Κώστα που εκλέχτηκε και πρόεδρος Ζιώψης.
11. Υφαντής Γεώργιος του Χαραλάμπους. Έπεσε ηρωικά σε κάποια άγνωστη μάχη στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922.


"Οι μάρτυρες της Λευτεριάς λάμπουν σ' όλη τη γη πολύφωτοι αστέρες"




Share on Google Plus

About ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΥΡΟΓΟΝΑΤΟΣ

Απόστρατος Αξιωματικός, Αρθρογράφος,Ιστορικός Ερευνητής
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου