Τον ύπνο μας τον έκλεψε το κανόνι, που άρχισε να βροντάει στη Γιουβέσνα, εκεί που οι Εύζωνοι της 10ης Μεραρχίας δώσανε τις πρώτες μάχες.
Μετά τις επιχειρήσεις εκκαθάρισης της Θεσσαλονίκης, η Μεραρχία κινήθηκε αμέσως βόρεια προς την Λητή. Περάσαμε από την Μπάλτσα, όπου στη μικρή πλατεία, γεμάτη Επιτελείς, Αγγελιοφόρους, αυτοκίνητα και άλογα, στεκόταν όρθιος και χαιρετούσε τα στρατεύματα που περνούσαν ο Αρχιστράτηγος Βασιλιάς. Στο αντίκρυσμά του, νοιώθαμε τα πόδια μας ελαφρύτερα. Σταματήσαμε στη Λητή και περιμέναμε Διαταγές.
Η Διαταγή προέλασης εκδόθηκε στις 02.30 της 19ης Ιουνίου: Ώρα εκκίνησης 04.00. Συσσίτιο αξημέρωτα, κρέας βραστό με σούπα και ξεκινήσαμε. Πήραμε κατεύθυνση προς το χωριό Μάνδρες [2], με εμπροσθοφυλακή το Σύνταγμά μας, την Ι/2 ΜΠΠ [3] και τον 2ο Λόχο Μηχανικού. Η Ημιλαρχία Ιππικού ξεκίνησε πρώτη για ανίχνευση και επιβεβαίωσε τις πληροφορίες ότι οι Βούλγαροι είχαν ισχυρές δυνάμεις στα υψώματα γύρω από το χωριό.
Κατά τις 07.00 φτάσαμε 2,5 χλμ πριν το χωριό Αντιγόνη [4] και σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε λίγο και να λάβουμε «διάταξη μάχης».
«Εγέρθητε!» ακούστηκε βροντερό το παράγγελμα του Ταγματάρχη μας. Το επανέλαβαν οι Λοχαγοί και οι Διμοιρίτες.
Και σηκώθηκε μεμιάς το ζωντανό χακί. Κατέβασαν οι άνδρες τα υποσιάγωνα, καθάρισαν βιαστικά τα κινητά ουραία των όπλων με τα μαντήλια τους, οι τετράδες πύκνωσαν, οι Διμοιρίες αραίωσαν μεταξύ τους.
Οι Ιπποκόμοι τράβηξαν τα άλογα των Αξιωματικών σε μια χαράδρα. Και οι Λόχοι μπήκαν αμίλητοι σε πορεία, μέσα από τα ψηλά χόρτα.
Τα μάτια όλων λάμπανε και η προσδοκία επιτάχυνε τους παλμούς της καρδιάς. Πίσω μας, 2 χλμ βόρεια του χωριού Δρυμός, ακολουθούσε το κύριο σώμα της Μεραρχίας, το 3ο και 7ο ΣΠ και το υπόλοιπο Πυροβολικό.
Λάβαμε προφορική εντολή από τον Μέραρχο να στείλουμε ένα Τάγμα, το 2ο, προς τα υψώματα του χωριού Λειψύδριο, ενώ το δικό μας το 3ο μαζί με το 1ο να κινηθούν ανατολικά της Αντιγόνης, κρατώντας και επαφή με την 4η Μεραρχία που ήταν στα αριστερά μας [5]. Στις 09.30 λάβαμε επαφή με τον εχθρό στις Μάνδρες. Συνεχίσαμε την προέλαση παρά την ισχυρή αντίσταση. Αλλά ενώ το 1ο Τάγμα του Τχη Κωνσταντίνου Μήτσα προχωρούσε κανονικά, το δικό μας το 3ο Τάγμα προχωρούσε ελάχιστα. Η μέθη των πρώτων οβίδων και ο ξερός και μονότονος κροταλισμός των τουφεκιών μας είχαν επηρεάσει.
Ο Διοικητής του Συντάγματός μας, Ταγματάρχης Φωκίων Διαλέτης δεν έμεινε άπραγος.
Δεν έγινε τυχαία Διοικητής του 1ου Βασιλικού Συντάγματος, χωρίς να είναι Συνταγματάρχης ή έστω Αντισυνταγματάρχης όπως οι άλλοι Διοικητές.
Ο Διαλέτης ήταν Εύζωνος, και μέσα του είχε όλες τις αρετές του Ευζώνου, την ευστροφία, την ορμή και την πρωτοβουλία. Ανέλαβε ο ίδιος τη Διοίκηση του Τάγματός μας, και προσπάθησε να βρει τρόπο να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση. Στην αρχή προσπάθησε να αιφνιδιάσει τον εχθρό που ήταν οχυρωμένος σε ένα ύψωμα, οδηγώντας μας από μία χαράδρα. Αλλά ενώ οι Βούλγαροι δεν μας είχαν δει, άρχισαν να ουρλιάζουν κάτι αγριόσκυλα.
«Πάρε μερικούς άνδρες και πήγαινε σφάξε τα όλα» διέταξε έναν έφεδρο Ανθυπολοχαγό. Σαν εκτελέστηκε η διαταγή, ο Διαλέτης επιχείρησε δεύτερη έφοδο, έφιππος και φωνάζοντας για να μας παροτρύνει:
«Εμπρός παιδιά! Εμπρός! Τα φάγαμε τ’ αγριόσκυλα, πάμε τώρα να φάμε και τα παλιόσκυλα!»
Άστραψαν οι λόγχες και ορμήσαμε στα πρώτα Βουλγαρικά χαρακώματα. Οι πρώτοι σύντροφοι, έγειραν φιλημένοι από τον Άγγελο του πολέμου. Αλλά οι υπόλοιποι συνεχίζαμε ακάθεκτοι.
Ανεβαίνοντας το ύψωμα, μια σφαίρα βρήκε τον Διαλέτη στην κοιλιά και τον έριξε αναίσθητο. Στην έξαψη της εφόδου ούτε που καταλάβαμε τι έγινε. Και την ώρα που στήναμε τη σημαία στην κορυφή, ο Διοικητής μας άφηνε την τελευταία του πνοή.
Πήραμε εκδίκηση για το θάνατό του. Έχοντας την υποστήριξη των πυροβόλων μας, ενισχυμένοι και με ένα Τάγμα του 3ου ΣΠ, καταφέραμε τελικά να πάρουμε με έφοδο όλα τα υψώματα ως τις 15.30, εκτοπίζοντας τους Βουλγάρους με τη λόγχη και κυριεύοντας δύο πολυβόλα και άφθονα πυρομαχικά. Στις μάχες της πρώτης μέρας, η Μεραρχία μας είχε 172 άνδρες εκτός μάχης.
Συνεχίσαμε την καταδίωξη ως τις 18.30 περίπου, φτάνοντας 2 χλμ πριν το Λειψύδριο, τρεις ώρες δρόμο από το Κιλκίς. Εκεί καταυλιστήκαμε πρόχειρα. Όλη τη νύχτα πηγαινοέρχονταν οι έφιπποι σύνδεσμοι στο Στρατηγείο της Μεραρχίας που είχε μεταφερθεί στις Μάνδρες. Ο Μέραρχος Καλλάρης, με τον Επιτελάρχη του Σχη Αναστάσιο Χαραλάμπη και τους Λοχαγούς του Επιτελείου Στυλιανό Γονατά και Ηλία Κυριακόπουλο δεν έκλεισαν μάτι. Στις 02.00 ήρθαν οι διαταγές από το ΓΣ και στις 04.30 εκδόθηκαν οι Διαταγές του Μεράρχου, που όριζαν την προέλαση προς τα υψώματα ανατολικά της Ποταμιάς, με εμπροσθοφυλακή το 3ο Σύνταγμα του Σχη Γιαννακίτσα, ακολουθούμενο από τον Λόχο Μηχανικού, το 7ο του Ανχη Καραγιαννόπουλου, το δικό μας το 1ο ΣΠ, την Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού και πιο πίσω την Υγειονομική Μοίρα.
Πέμπτη 20 Ιουνίου, αφού πήραμε συσσίτιο, ξεκινήσαμε κατά τις 07.30. Όπως πάντα, ξεκίνησε πρώτη η Ημιλαρχία ανιχνεύοντας. Κατά τις 10.30 φτάσαμε στο Λειψύδριο, όπου κάναμε στάση ως το μεσημέρι, επειδή καθυστέρησε το Πυροβολικό, που δέχθηκε πυρά κατά την πορεία του. Τα πυροβόλα τάχθηκαν τελικά στα υψώματα νότια της Ποταμιάς, όπου εμείς και το 7ο είχαμε ήδη καταλάβει «θέσεις εξορμήσεως». Το 3ο ΣΠ διατάχθηκε να ασφαλίσει το δεξιό, παίρνοντας θέσεις από την Ακροποταμιά ως τα ανατολικά υψώματα της Ποταμιάς, με μέτωπο προς τα βορειοανατολικά.
Το 7ο ΣΠ αναπτύχθηκε ΒΑ της Ποταμιάς, με το 1ο και 3ο Τάγμα σε πρώτη γραμμή και το 2ο ως εφεδρεία, ενώ εμείς αναπτυχθήκαμε λίγο πιο πίσω, ΝΑ της Ποταμιάς, με το δικό μας 1ο και το 3ο Τάγμα σε πρώτη γραμμή και το 2ο ως εφεδρεία. Δίπλα μας τάχθηκε η 9/4 Πυροβολαρχία που από τις 16.30 άρχισε να βάλλει κατά του εχθρικού Πυροβολικού, που ως τότε χτυπούσε το Πεζικό μας που προσπαθούσε να προωθηθεί. Και μία ώρα μετά άρχισε να βάλλει και η 6/4 Πυροβολαρχία.
«Καλώς το Πυροβολικό κι ας άργησε …»
«Άντε παιδιά, παραλίγο να σας βγάλουμε αγνοούμενους …»
Δεν είχαμε δίκιο που ειρωνευόμασταν, αλλά τέτοιες ώρες, στην έξαψη και τον εκνευρισμό της μάχης, συμβαίνουν κι αυτά.
Μέχρι πάντως να προωθηθούν όλες οι Πυροβολαρχίες και να πάρουν θέσεις όλα τα Τάγματα, ήρθε η νύχτα και ο Μέραρχος διέταξε με αγγελιοφόρους να μείνουμε όλοι στις θέσεις μας, εγκαθιστώντας ισχυρά τμήματα ασφαλείας.
«Θα επιτεθούμε τη νύχτα;»
«Φοβόμαστε για νυχτερινή επίθεση των Βουλγάρων;»
Αγνοούσαμε ότι ο Κωνσταντίνος, δεν ήταν ικανοποιημένος που δεν έπεσε το Κιλκίς την ημέρα αυτή, και από τις 17.00 είχε εκδώσει Διαταγή για νυχτερινή επίθεση των 4 Μεραρχιών του κέντρου [6] κατά του Κιλκίς. Στις 20.00 δόθηκαν οι Διαταγές του Μεράρχου για την νυχτερινή επίθεση. Ολιγόωρη ξεκούραση στη δροσιά της νύχτας, ως τη στιγμήν που έφτασε η διαταγή εκκινήσεως. Ο Βασιλιάς προόριζε τη 2η Μεραρχία για το τελειωτικό χτύπημα της νίκης. Και είχε ζητήσει να πέσει το Κιλκίς πριν ο ήλιος μεσουρανήσει.
Το σχέδιο είχε ως εξής: Αριστερά θα έκανε επίθεση το δικό μας 1ο ΣΠ και δεξιά το 7ο, έχοντας πίσω του το 3ο. Επειδή βρισκόμασταν μακριά από τα εχθρικά χαρακώματα, αρχίσαμε αμέσως και με απόλυτη ησυχία την συγκέντρωση και στις 22.00 κινηθήκαμε προς τον Γαλλικό ποταμό. Το Πυροβολικό είχε ήδη από πριν επισημάνει τις εχθρικές θέσεις, ώστε να μπορεί να υποστηρίξει με πυρά μέσα στη νύχτα. Τα μεσάνυχτα, τα πρώτα τμήματά μας φτάσανε στο ποτάμι.
Οι Βούλγαροι μας αντιλήφθηκαν καθώς περνούσαμε το ποτάμι. Ήταν η ώρα 00.30 περίπου της 21ης Ιουνίου, όταν άρχισαν να μας χτυπούν με δραστικά πυρά Πεζικού και Πυροβολικού, την ώρα που οι πρώτοι Λόχοι άφησαν την κάλυψη των δένδρων που ήταν δίπλα στην όχθη και βγαίνανε στ’ ανοιχτά. Διαβολικά σφυρίγματα σκίσανε την ηρεμία πάνω από τις τετράδες των Λόχων. Τολύπες καπνού μας κάλυψαν και ξερός κρότος από εκρήξεις που σκόρπιζαν θάνατο. Οι τετράδες αραίωσαν. Πέσαμε πρηνηδόν στα χορτάρια. Κι ακούστε ένα περίεργο φαινόμενο: Από πολλούς, καθώς πέφτανε για κάλυψη, ξέφευγε το τουφέκι από τα χέρια τους. Και τα χέρια, σαν να παίρνανε εντολές όχι από το μυαλό αλλά από τους θεούς του πολέμου και του φόβου, αντί να πιάσουν ξανά το όπλο, μαδούσανε σπασμωδικά τα χόρτα. Και κόκκινες βούλες που μεγάλωναν κι απλώνονταν, έβαφαν τις χακί στολές.
«Εμπρός! Εμπρός!»
Τα δικά μας πυροβόλα άρχισαν κι αυτά να βάλλουν για αντιπερισπασμό. Μέσα σε μισή ώρα, το Σύνταγμα πέρασε το ποτάμι και πιάσαμε τα υψώματα της δυτικής όχθης, έχοντας δεξιά μας το 7ο ΣΠ και αριστερά το 11ο ΣΠ της 4ης Μεραρχίας.
Εκεί δεν μας χτυπούσαν πια τα εχθρικά κανόνια. Αλλά μέσα μας θέριευε η ανυπομονησία.
«Το πρωί … Το πρωί… Το θέλει ο Βασιληάς.»
Στις 3.30 άρχισε η προώθηση των δύο Συνταγμάτων μας προς τις εχθρικές θέσεις και μετά ένα τέταρτο δεχθήκαμε πυρά. Κάναμε έφοδο με τη λόγχη και εκτοπίσαμε τους Βουλγάρους, καταδιώκοντάς τους ως το Κιλκίς. Φαίνεται ότι είχαν υποκλέψει τις διαταγές του Στρατηγείου μας που μιλούσαν για γενική νυχτερινή επίθεση και αποτραβήχτηκαν στις επόμενες θέσεις άμυνας, χωρίς να δοθεί σκληρή μάχη. Η ειρωνεία είναι ότι οι Διαταγές του ΓΣ εφαρμόστηκαν μόνο από τη δική μας Μεραρχία, καθώς φτάσανε πολύ καθυστερημένα στις άλλες Μεραρχίες και δεν πρόλαβαν να ετοιμαστούν. Αλλά ούτε το ΓΣ πρόλαβε να ειδοποιήσει τη δική μας Μεραρχία για την καθυστέρηση των άλλων, και έτσι επιτεθήκαμε μόνοι μας. Αλλά μας βγήκε σε καλό, γιατί όπως είπα, οι Βούλγαροι αποτραβήχτηκαν προς την 2η και 3η γραμμή άμυνας που είχαν οργανώσει!
Εμείς που τα αγνοούσαμε όλα αυτά, ενθουσιασμένοι από την πρώτη επιτυχία, ορμήσαμε ακάθεκτοι με τη λόγχη, και πριν τις 05.00 τους διώξαμε και από τη δεύτερη γραμμή άμυνάς τους, και συνεχίσαμε την προέλαση προς την τρίτη και σπουδαιότερη γραμμή τους, στις ανατολικές παρυφές του Κιλκίς, παρ’ όλο που δεν είχαμε υποστήριξη Πυροβολικού!
Αλλά η τρέλα και ο ενθουσιασμός έχουν τα όριά τους, και μπροστά στην τρίτη γραμμή καθηλωθήκαμε από τα εχθρικά πυρά, έχοντας υποστεί ως εκείνη την ώρα σοβαρές απώλειες σε Αξιωματικούς και Οπλίτες, ανάμεσά τους και ο Ανχης Καραγιαννόπουλος, ο Διοικητής του 7ου ΣΠ. Όπως μου είπε μετά από χρόνια, ο τότε Λοχίας του 7ου Συντάγματος Κ. Δάρης, στην έφοδο κατά των εχθρικών χαρακωμάτων ο ήρωας Καραγιαννόπουλος σκοτώθηκε από Βουλγαρική ξιφολόγχη.
Πού ακούστηκε να σκοτωθεί Αντισυνταγματάρχης από ξιφολόγχη; Σε ποιο Στρατό ηρώων ανήκε;
Στις 07.00, τμήματα του 1ου και 2ου Τάγματος δέχθηκαν σφοδρή αντεπίθεση και κλονίστηκαν, καθώς έπεσε και ο Διοικητής του 3ου Λόχου, ο Υπολοχαγός Αναστάσιος Γιώτης, ένας ήρωας που είχε ήδη τραυματιστεί 2 φορές στην Ήπειρο [7] και μετείχε και στην εκπόρθηση των Ιωαννίνων. Ο διαλεχτός δημοσιογράφος Πύρρος Γιαννόπουλος, σκοτώθηκε κι αυτός πολεμώντας όρθιος. Όταν τον συμβούλεψε κάποια στιγμή ο Ανθυπολοχαγός Ηλιάδης να φυλάγεται, αυτός του απάντησε:
«Αν είναι να μ’ εύρη η σφαίρα, θα μ’ εύρη, είτε στέκομαι ορθός είτε σκύβω»
Δεν πρόφτασε να τελειώσει τη φράση, και 4 σφαίρες πολυβόλου τον γάζωσαν στο στήθος. Αυτό που δεν κατάλαβε κανείς μας είναι γιατί επέμενε ο Ηλιάδης στις συμβουλές του. Ο ίδιος έδινε το χειρότερο παράδειγμα. Αλλά πρέπει να είχε και τίμιο ξύλο επάνω του. Είκοσι σφαίρες δέχτηκε συνολικά ο Ηλιάδης! Κι αν εξαιρέσουμε μία που τον πέτυχε στο μπράτσο, όλες οι άλλες του κάνανε κόσκινο το αμπέχονο και το παντελόνι, αλλά ούτε μία δεν τον τραυμάτισε!
«Τη στολή μου λέω να την αφήσω μια μέρα κληρονομιά στα παιδιά μου για γούρι» έλεγε γελώντας και σταυροκοπιόταν, όταν μέτρησε τις τρύπες …
Ως τις 08.00, η θέση της Μεραρχίας μας παρέμενε κρίσιμη, καθώς οι εχθρικές αντεπιθέσεις συνεχίζονταν κατά κύματα. Το Τάγμα μας, το 3ο, στάλθηκε για ενίσχυση. Και τα πυροβόλα μας στήθηκαν σε νέες θέσεις, πιο κατάλληλες, και μας ανακούφισαν τσακίζοντας τους Βούλγαρους με δραστικά πυρά. Αλλά τον πιο σπουδαίο ρόλο, τον παίξανε οι Αξιωματικοί μας, με την αποφασιστικότητά τους. Ούτε σκέψη για υποχώρηση. Η εχθρική αντεπίθεση τσακίστηκε, και από τις 09.00 ξαναρχίσαμε την προώθηση. Ως τις 9.30 πήραμε με τη λόγχη όλα τα εχθρικά στηρίγματα, εκτός από το ύψωμα 272. Εκεί οι Βούλγαροι είχαν ένα ισχυρό αμυντικό έργο, σε σχήμα προμαχώνα, που χωρούσε ολόκληρη Διλοχία. Και πέτυχαν να μας καθηλώσουν 100-150 μέτρα από αυτό, με θεριστικά πυρά.
Ο Τχης Νικόλαος Χριστοδούλου, Διοικητής του Τάγματός μας, που μετά το θάνατο του Διαλέτη ανέλαβε τη Διοίκηση του Συντάγματος, συγκέντρωσε όλα τα πυρά στο ύψωμα αυτό και με 3 Λόχους έκανε έφοδο με την λόγχη, αγνοώντας τα πυρά. Ο Στρατιώτης Κωνσταντίνος Δουκάκης ήταν αυτός που πήδηξε πρώτος στο εχθρικό οχυρό και σκότωσε με τη λόγχη τον Βούλγαρο Διοικητή. Ορμήσαμε και όλοι οι άλλοι και έγινε μάχη σώμα με σώμα. Όσοι Βούλγαροι γλύτωσαν, το έβαλαν στα πόδια κι εμείς, που δεν βαστούσαμε άλλο να τρέξουμε, τους ρίχναμε με τα μάνλιχερ. Αλλά δεν γινόταν δουλειά έτσι. Με τη βοήθεια δυο Στρατιωτών μου, του Δημήτρη του Φουρνάρου [8] και του Χαραλάμπη του Κρανιδιώτη [9], σηκώσαμε ένα Βουλγαρικό πολυβόλο και το στρέψαμε πάνω στους φυγάδες, παίρνοντας εκδίκηση για τις απώλειες που είχαμε υποστεί.
Όλοι οι άνδρες των Λόχων που συμμετείχαν στην έφοδο αυτή, προήχθησαν επί του πεδίου της μάχης από τον Στρατηγό Καλλάρη. Και αποτέλεσαν τους περίφημους «Λόχους των Δεκανέων».
Στις 10 η ώρα, η μάχη είχε σχεδόν τελειώσει. Όλες οι εχθρικές θέσεις στον τομέα μας είχαν παρθεί. Το Κιλκίς, η κοιτίδα των Βουλγάρων Κομιτατζήδων, ήταν πλέον σε Ελληνικά χέρια. Η 2η Μεραρχία το κυρίευσε δια της λόγχης. Η καταδίωξη συνεχίστηκε ως τις 11. Είχαμε εξαντληθεί και δεν αντέχαμε άλλο. Μόνο τα πυροβόλα συνέχισαν να βάλλουν. Λίγο μετά, μπήκαν μέσα στην πόλη που καιγόταν και τα πρώτα τμήματα της 4ης Μεραρχίας.
Κατεβαίνοντας προς τα πίσω, για να μαζέψουμε τους τραυματίες αλλά και τους γυλιούς που είχαμε πετάξει πριν την έφοδο, βρήκαμε βαριά τραυματισμένο τον φίλο μου Στρατιώτη Τριανταφύλλου. Τον τοποθετήσαμε σε ένα αντίσκηνο και με πολύ κόπο τον μεταφέραμε κάτω στον μύλο, όπου είχε στηθεί ένας «σταθμός επίδεσης». Κάτω από τα δέντρα, δεκάδες οι βαριά πληγωμένοι και οι ακρωτηριασμένοι. Το θέαμα ήταν φοβερό και απάνθρωπο. Οι κραυγές πόνου γέμιζαν τον αέρα. Ποιον να πρωτοχειρουργήσουν οι λίγοι γιατροί και ποιον να φροντίσουν πρώτον οι νοσοκόμοι ...
Χαρακτηριστικό των βαριών μας απωλειών [10] στην τελευταία μέρα της μάχης, είναι το παρακάτω, που δείχνει ταυτόχρονα πόσο σκληρά πολεμήσαμε. Μου το διηγήθηκε ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Σαραντζής, που ήταν στον ίδιο Λόχο με τον Ανθυπολοχαγό Μανώλη Μαρκαντωνάκη.
«Επιτεθήκαμε με μεγάλη ορμή και φτάσαμε 100 μέτρα από τα χαρακώματα των Βουλγάρων. Είχαμε όμως βαριές απώλειες και έπρεπε να υποχωρήσουμε λίγο. Από τους 67 άνδρες του Ουλαμού μου είχαν μείνει γεροί μόνο 12 και από τους 80 του Μαρκαντωνάκη είχαν μείνει 30. Στην υποχώρηση τραυματίστηκα κι εγώ.
Ο Μαρκαντωνάκης ανασύνταξε του 42 που είχαν μείνει γεροί και την ώρα που οι Βούλγαροι έκαναν αντεπίθεση, επιτέθηκε κι αυτός. Και ήταν τόσο σκληρή η μάχη που ακολούθησε, που τον βρήκαμε μετά κατακρεουργημένο. Τον είχε τρυπήσει ολόκληρο δάσος από λόγχες, ο λαιμός του ήταν κομμένος και τα μάτια του βγαλμένα …»
Τους γνώριζα προσωπικά και τους δύο: Ήταν και οι δύο της σειράς μου και φίλοι και ο Σαραντζής και ο μακαρίτης ο Μανώλης, που θα είναι για πάντα στη μνήμη μου, με το όμορφο αριστοκρατικό παρουσιαστικό του, το καθαρό πρόσωπο και το λεπτό μουστάκι του …
Αυτά γίνανε στη μεγάλη μάχη του Κιλκίς. Και λίγες μέρες μετά, έγινα κι εγώ Δεκανέας, καθώς ήρθε διαταγή για άμεσο προβιβασμό των Υπαξιωματικών, Ανθυπασπιστών και Ανθυπολοχαγών που διακρίθηκαν, αφού οι απώλειες που είχαμε και οι ελλείψεις ήταν μεγάλες. Και Δεκανείς είχαν φτάσει να διοικούν Διμοιρίες, Λοχίες και Ανθυπολοχαγοί να διοικούν Λόχους, Λοχαγοί διοικούσαν Τάγματα και Ταγματάρχες Συντάγματα …
Η επέλαση της 2ης Μεραρχίας
Ύστερα από πολύωρη κοπιαστική πορεία μέσα από βουνά και λόφους, που ήταν κατάφυτοι από θάμνους και ψηλά χόρτα, αφήσαμε πίσω πυρπολημένο το Αρμπάκιοϊ και τα μεταγωγικά της Μεραρχίας, που καταυλίστηκαν εκεί στην πεδιάδα. Τα Συντάγματα, συνέχισαν την πορεία τους και καθώς έδυε ο ήλιος έφτασαν στα υψώματα του Γενί Μαχαλά. Το πηγάδι με το νερό, που δρόσιζε τους χωρικούς στο γύρισμα του ανηφορικού δρόμου προς το χωριό, είχε πια θολώσει από τ’ ανεβοκατεβάσματα των στρατιωτικών κουβάδων και γύρω του συνωστίζονταν ακόμη εκατοντάδες διψασμένοι Στρατιώτες.
Τα τζιτζίκια, αδιάφορα για τον πόλεμο των ανθρώπων, συνέχιζαν το μονότονο τραγούδι τους. Ειρηνικές αγελάδες έβοσκαν γύρω από πανύψηλα δένδρα το παχύ χορτάρι μιας χαριτωμένης κοιλάδας κάτω από το χωριό και οι Τούρκοι βοσκοί ανακλαδίζονταν νωχελικά στη ρίζα των βαλανιδιών.
Το κανόνι βροντούσε πολύ κοντά τώρα, ενώ πιο πέρα στα αριστερά ηχούσαν πυρά Πεζικού, ποικιλλόμενα από τον ξερό, κοφτό και καταρρακτώδη κρότο των πολυβόλων. Η Μεραρχία στάθηκε χωρίς να καταυλισθεί. Αναπαυόταν περιμένοντας Διαταγές. Η νύχτα άπλωσε τη μυστηριακή της μεγαλοπρέπεια πάνω από τα βουνά και τους κάμπους. Το κανόνι αραίωσε, χωρίς να σιωπήσει εντελώς. Αραιοί τώρα και μακρινοί οι πυροβολισμοί των μάνλιχερ. Πνεύμα ανυπομονησίας κατείχε τις γραμμές των Διμοιριών, τα τετράγωνα των Λόχων, τα παραλληλόγραμμα των Ταγμάτων, τα ορθογώνια των Συνταγμάτων. Μέσα στο σκοτάδι ξεχώριζαν οι αμυδρές σκιές ανδρών, που δεν βολεύονταν ξαπλωμένοι και αναδεύονταν διαρκώς χωρίς να σηκώνονται.
«Το πρωί! Το πρωί!»
«Μπορεί κι' απόψε ...»
«Από στιγμή σε στιγμή ...»
«Νάτανε τώρα αμέσως …»
Μόνα αδιάφορα τα άλογα των Αξιωματικών και τα μουλάρια των πυροβόλων και των μεταγωγικών μάχης, μασούσαν το χορτάρι με τον ξερό εκείνο κρότο, που αν είσαι ξαπλωμένος κοντά τους σου θυμίζει μακρινούς πυροβολισμούς επαναληπτικών όπλων.
Ξάφνου οι σύνδεσμοι των Λόχων ζήτησαν τους Λοχαγούς. Ακολούθησε μία πυρετώδης κίνηση.
«Απάνω όλοι! Εγέρθητε! Αναλάβετε γυλιούς!
Διμοιρίται, συντάξατε τας Διμοιρίας σας! Τα πώματα των όπλων να βγουν! Όσοι δεν έχουν φυσέκια να συμπληρώσουν!»
Μέσα σε απερίγραπτο βόμβο οι Λόχοι συντάχθηκαν προς εκκίνηση, τα άλογα ετοιμάσθηκαν προς ίππευση, τα μουλάρια των μεταγωγικών φορτώθηκαν, τα πυροβόλα φορτώθηκαν κι αυτά, το Πυροβολικό ξεκινούσε προς τα δεξιά. Ένα ρίγος ηδονικής προσδοκίας διέτρεχε τα Συντάγματα του Πεζικού ...
«Θα κάνουμε αιφνιδιασμό! Ήρθε Διαταγή στη Μεραρχία να καταλάβουμε το πρωί το Κιλκίς!» διαδόθηκε από γραμμή σε γραμμή, από στόμα σε στόμα.
«Εμπρός!» ακούστηκε μια δυνατή προσταγή. Και οι Λόχοι ξεκίνησαν κατά τετράδες στον κατήφορο, μέσα από συστάδες δένδρων και χόρτα ψηλά, που τα κορφολογούσαν βιαστικά τα άλογα των Αξιωματικών.
Πριν χαράξει η Μεραρχία βρισκόταν στο Σαρίκιοϊ, ένα μικρό χωριουδάκι που το αγκάλιαζε από δυο πλευρές το αργιλώδες βουνό, στα πόδια του οποίου κυλούσε ο Εχέδωρος. Στην απέναντι όχθη μαύριζαν οι σιλουέττες ψηλών και λιγνών λευκών, που μοιάζανε με κυπαρίσσια. Αρυγυρόηχος φλοίσβος άπλωνε την απαλή μουσική του γύρω από ένα νερόμυλο, τριγυρισμένο από καλάμια, ιτιές και λεύκες. Οι άνδρες μπήκαν στην κοίτη του Εχέδωρου και τον πέρασαν. Η διάβαση έγινε από έναν πόρο και βάστηξε αρκετά. Δεν επιτρέπονταν ομιλίες ούτε και τσιγάρο. Ο εχθρός ήταν απέναντι και έπρεπε να αιφνιδιαστεί. Αλλά τα σκυλιά του Σαρίκιοϊ γαύγιζαν δαιμονισμένα και τίποτε δεν μπορούσε να τα σιγήσει.
«Θα τ’ ακούσουν οι αρκουδιαρέοι και θα μας νοιώσουν» ψιθύριζαν με λύσσα οι φαντάροι.
Εν τούτοις, οι Λόχοι ανασυντάχθηκαν στην αντίπερα όχθη, οι άνδρες γέμισαν τα παγούρια τους και η φάλαγγα άρχισε να σκαρφαλώνει στους σπαρμένους γήλοφους του Κιλκίς. Επάνω από την κορυφή της προς τα δεξιά οροσειράς έλαμπαν τώρα τα πρώτα αντιφεγγίσματα της αυγής. Προς τα αριστερά το κανόνι δυνάμωνε. Και μαζί με τα πρώτα κελαϊδήσματα των ανύποπτων πουλιών που ξυπνούσαν χαρούμενα, ακούστηκε από μακριά και το πρώτο κροτάλισμα πολυβόλου.
Είτε από τα γαυγίσματα των σκυλιών, είτε από ένστικτο, οι Βούλγαροι είχαν καταλάβει ότι από το σημείο εκείνο, στο αριστερό της παράταξής τους, ετοιμαζόταν επίθεση. Οι προφυλακές τους άκουσαν τις περιπόλους μάχης των Λόχων μας και πυροβόλησαν εναντίον τους, στα πόδια των γηλόφων.
«Ζήτω! Ζήτωωωωω! Εμπρός!» δόνησε την χαράδρα μια ατέλειωτη ανακραυγή και το 1ο Σύνταγμα, με τους βαθμοφόρους του επί κεφαλής, χύθηκε ακάθεκτο προς τα πάνω. Ο εχθρός, ανίκανος απέναντι στην ορμή τους, υποχώρησε στο πρώτο του χαράκωμα. Από εκεί είχε υπέροχο πεδίο βολής.
ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ άρχισε από το χαράκωμα ο θανάσιμος πρωινός χαιρετισμός.
ΦΣΙΤ ΦΣΙΤ ΦΣΙΤ … σφύριζαν οι σφαίρες, κάνοντας τον καθαρό πρωινό αέρα πηκτό από οργή και από θάνατο. Ένα εχθρικό αεροπλάνο ακούστηκε αριστερά. Διέγραψε καμπύλη και χάθηκε πίσω από την λοφογραμμή. Αμέσως σφύριξε πάνω από τη χαράδρα η πρώτη εχθρική οβίδα. Και αμέσως σφύριξαν τρεις ακόμη, πέντε, και έσκασαν πάνω από τη φάλαγγα. Ο αέρας γέμισε μεμιάς από ατελείωτα κουδουνίσματα, σφυρίγματα και από τους κρότους και τους καπνούς των εκρήξεων.
ΒΖΖΖΖ ... ΝΤΑΒ! ΒΖΖΖΖ ... ΝΤΑΒ!
Πέντε, δέκα, είκοσι, τριάντα, εκατό Στρατιώτες πέφτουν κάτω. Κλονίζεται και γονατίζει ένας Λοχαγός. Όλοι οι άλλοι προχωρούν. Πέφτουν τώρα πυκνότεροι οι άνδρες. Από τα στήθη ενός αναπηδά πίδακας αίματος. Ένας άλλος αφήνει το μάνλιχερ, πιάνει με τα δυο του χέρια το κεφάλι, κλονίζεται σαν μεθυσμένος και πέφτει στα χόρτα.
«Εμπρός! Εμπρός! Κατ' επάνω τους παιδιά!» φωνάζει ο Συνταγματάρχης. Και ξαφνικά σταματά ξέπνοος και πέφτει. Οι Τραυματιοφορείς τρέχουν προς αυτόν, είναι όμως νεκρός ...
ΒΖΖΖΖ ... ΝΤΑΒ! ΒΖΖΖΖ... ΝΤΑΒ! ΝΤΑΒ! ΝΤΑΟΥ! ... ΦΣ ... ΦΣ ... μανιάζουν οι οβίδες και οι σφαίρες ...
«Εμπρός παλληκάρια! Απάνω τους μωρέ! Ζωντανούς! Απάνω τους παιδιά!»
Και οι Διμοιρίες τρέχουν, σπεύδουν κατά τετράδες. Έπειτα αναπτύσσονται σε ακροβολισμό. Πέφτουν και άλλοι. Οι οβίδες λυσσομανούν, το σφύριγμα των σφαιρών ζαλίζει και τυφλώνει. Αλλά η δίψα της νίκης, κάνει την ορμή μας ασταμάτητη. Το πρώτο χαράκωμα κυριεύεται, γεμάτο πεσμένους εχθρούς. Οι τραυματίες φωνάζουν για νερό, άλλοι ξεψυχούν αργοκινώντας σπασμωδικά τα πόδια. Αίμα παντού. Ένας Στρατιώτης σταματά, ανοίγει τρομακτικά το στόμα του σαν να ήθελε να φωνάξει. Ξερνάει αίμα μαύρο. Βάφεται το χακί του και πέφτει δίπλα σ' έναν σκοτωμένο εχθρό. Ο Λοχαγός έχει δεχθεί θραύσμα οβίδας στα στήθη και του φωνάζουν οι Στρατιώτες να φύγει, να πάει προς τα χειρουργεία. Αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτα!
«Και σαν τον λύκο μ’ άρπαξε το άτιμο! Την πήρα ξώδερμα όμως, δεν είναι τίποτε! Τραβάτ' εμπρός! Απάνω τους στα παληοζαγάρια! Λυπούμαι μόνον τα γυαλιά μου ... εκατόν πενήντα δραχμές μου κόστισαν ...»
Μια σφαίρα στον κρόταφο και πέφτει νεκρός ο δεύτερος Ανθυπολοχαγός. Πάει και ο Ανθυπασπιστής ... Οι Λοχίες διοικούν τον Λόχο. Παρακάτω, άλλος Λοχαγός θανάσιμα τραυματισμένος, μοιράζει τα χρήματά του, το πιστόλι και τα γυαλιά του στους Στρατιώτες.
«Αφήστε με τώρα. Εμπρός εσείς! Εμπρός! Μην αργοπορείτε! Εμπρός κι ο Θεός μαζί σας …»
Έφοδος με τη λόγχη. Οι οβίδες αυλακώνουν τα σπαρτά, οι σφαίρες θερίζουν.
«Ζήτω! Το δεύτερο το πρόχωμα είναι δικό μας!»
Οι Βούλγαροι το άφησαν πριν πλησιάσουν οι Λόχοι μας. 0ι δικοί μας πηδούν μέσα και πυροβολούν τους φυγάδες. Το Πυροβολικό μας τους αποδεκατίζει. Αριστερά μας προχωρεί η 4η Μεραρχία. Ο ορίζοντας είναι θολός από τους καπνούς. Ο χαλασμός της μάχης μαίνεται σε όλη την έκταση που αγκαλιάζει το μάτι. Τι είναι αυτή η ιαχή που ανεβαίνει από τη χαράδρα; Ζητωκραυγή είναι! Το 7ο Σύνταγμα ορμά και αυτό στην επίθεση. Αυλακώνουν τον αέρα τα φευγαλέα ζιγκ-ζαγκ των αστραπών των λογχών του. Έφτασε στην κορυφή της λοφογραμμής.
«Απάνω τους παιδιά και τους πήραμε! Μαζί μας και εμπρός!» το χαιρετίζουν οι Στρατιώτες του 1ου.
Κύματα αστραπής είναι τώρα το 7ο. Οι οβίδες ανοίγουν βαθιά χάσματα στα σπλάγχνα του αλλά αυτό προχωρεί. Το τι ακολούθησε δύσκολα περιγράφεται. Μία δίνη φωτιάς, καπνού και λογχών, ένας χαλασμός ιαχών, ένας στρόβιλος σωμάτων και τουφεκιών, κάτω από χαλάζι βολίδων, τρομερό και μεθυστικό καταιγισμό σφαιρών. Βούλγαροι πιάνονται στα χέρια με Έλληνες. Θανάσιμα αστραποβολήματα ατσαλιού. Το αίμα αναπηδά από κορμιά τσακισμένα, χέρια ματωμένα συσπούν αγωνιωδώς τα στάχυα. Δεν ακούει κανείς τίποτε, δεν βλέπει τίποτε. Ένας σίφουνας θαλασσινός που τον στριφογυρίζει ιλιγγιωδώς η οργή, είναι η ανθρωπομάζα αυτή των Συνταγμάτων. Πάει και το άλλο εχθρικό χαράκωμα και το άλλο ...
«Εμπρός! Να τους πιάσουμε όλους ζωντανούς παιδιά!»
«Εμπρός!» δεσπόζει κάπου-κάπου μία κυριαρχική κραυγή και κανείς δεν ξέρει από ποιο στόμα βγαίνει. Φαίνεται σαν να σηκώνεται από τα έγκατα της γης, σαν να κατεβαίνει από τον οργισμένο ουρανό, σαν να βγαίνει από τις εκρήξεις των οβίδων.
Από το προτελευταίο εχθρικό χαράκωμα αριστερά, ξετινάζεται ξαφνικά μία μεγάλη αστραπή. Οι Βούλγαροι κάνουν απελπισμένη αντεπίθεση. Πετιούνται έξω από τα χαρακώματα με την λόγχη εφ’ όπλου. Μερικοί κουνάνε τα πηλίκιά τους και όλοι ωρύονται «Ουρά!». Ο ήχος της ιαχής τους γεμίζει τον αέρα:
«Ουράά!!! Αχαχά! Αχαχά! Αχαχά! Αχαχά ..».
«Ώωω ... ωώ ... ώωω … ωώωω» απαντούμε σε ήχο οξύτερο, σαν τα τσακάλια. Είναι η ζητωκραυγή μας για απάντηση ...
Η σύγκρουση γίνεται μέσα στα στάχυα και τα καλαμπόκια. Στο τέλος, όσοι εχθροί ζουν ακόμη υποχωρούν. Σπασμένα τουφέκια, χυμένα φυσέκια, στήθη ανοικτά, μάτια καρφωμένα με μία κρυστάλλινη αγωνία στον ουρανό ... Οι τραυματίες βογκούν και σέρνονται. Το κανόνι μουγγρίζει πάντα και λυσσάνε οι οβίδες.
Ο αντικαταστάτης του τραυματισμένου Λοχαγού μας έρχεται μέσα στο αλωθέν πρόχωμα και διατάσσει προσκλητήριο μάχης, για να μάθει την «παρατακτήν δύναμιν» του Λόχου. Οι Διμοιρίτες καταμετρούν μελαγχολικά τις Διμοιρίες τους.
Πόσοι λείπουν Θεέ μου ... Έφυγαν από το Λόχο για να γραφτούν στην φάλαγγα των αθανάτων. Βγαίνουν ωστόσο τα σημειωματάρια και εκφωνούνται τα ονόματα των ανδρών. Σε πολλά δεν δίνεται απάντηση. Μερικοί από αυτούς που δεν απαντούν κείτονται εκεί χάμω, στα πόδια των συντρόφων τους.
«Παρών!» φωνάζει ένα νέο παιδί που άκουσε το όνομά του και ανασηκώνεται από συνήθεια.
ΤΣΑΚ! Ένας κρότος ξερός σαν να σπάει κλαρί, μία κόκκινη γραμμή στο μέτωπό του και ο Στρατιώτης πέφτει καθιστός με τη ράχη στο χώμα του ορύγματος, κοιτάζοντας τον Διμοιρίτη του κατάματα, με ησυχία.
«Τι έπαθες βρε παιδί;» ρωτάει ο Λοχίας και τον ταρακουνάει από το μπράτσο. Ο φαντάρος δεν απαντάει. Έπαψε για πάντα να ακούει ...
Και έπειτα η σειρά της μεγάλης εχθρικής περιβολής. Οι οβίδες μας την ζώνουν θανατηφόρες. Μία ακόμη έφοδος και όλα τελείωσαν. Το εχθρικό Πυροβολικό φεύγει. Μόνο το δικό μας κυριαρχεί, με την ξερή του μεγαλοφωνία. Το Πεζικό του εχθρού χάνεται άτακτα στην χαράδρα του Εχέδωρου. Άλλα τμήματα φεύγουν προς τα βόρεια. Οι θημωνιές των κάμπων αρχίζουν να καίγονται. Ελαφρός καπνός ανεβαίνει από τη δεξιά εσχατιά του Κιλκίς. Οι Βούλγαροι πριν φύγουν έβαλαν φωτιά. Το Ιππικό μας καταδιώκει τους φυγάδες. Οι Λόχοι ανασυντάσσονται, αποδεκατισμένοι αλλά θριαμβευτές, κοντά στα εχθρικά χαρακώματα που πάρθηκαν με τόσες θυσίες. Οι Τραυματιοφορείς μαζεύουν όσους ζουν ακόμη μέσα στα στάχυα. Οι άνδρες ξαπλώνουν εξαντλημένοι καταγής, καθαρίζουν τις λόγχες, ανάβουν τσιγάρα.
Η Νίκη, η Νίκη η ποθητή, δαμάστηκε!
Ιδρωμένοι, σκονισμένοι, μαύροι και τρομεροί, με τα μάτια λαμπερά από την μέθη του θριάμβου, άλλοι αδειάζουν αχόρταγα τα παγούρια τους, άλλοι δαγκώνουν το υπόλοιπο της γαλέττας τους και άλλοι κοιμούνται βαθιά ροχαλίζοντας στον φτωχό ίσκιο μερικών δεματιών σταριού, ενώ γύρω ακόμη βογκούν οι τραυματίες και οι νεκροί αρχίζουν να μαυρίζουν στον φλογερό ήλιο του μεσημεριού.
Έτσι έπεσε το Κιλκίς …
[1] (Υποδεκανέας Λεωνίδας Παπαχρήστου, 1ο ΣΠ, 2η ΜΠ, μυθιστορηματικός ήρωας)
[2] Οι Μάνδρες βρίσκονται 32 χλμ βόρεια της Θεσσαλονίκης, 17 χλμ πριν το Κιλκίς
[3] (1η Μοίρα του 2ου Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού)
[4] (Το χωριό αυτό δεν υπάρχει σήμερα)
[5] (Για την διατήρηση της επαφής διατέθηκε η Ημιλαρχία Ιππικού)
[6] (2η, 3η, 4η και 5η)
[7] Λεπτομέρειες για τη δράση του (εικονιζόμενου) Υπολοχαγού Αναστάσιου Κ. Γιώτη στην Ήπειρο, υπάρχουν στο κεφάλαιο «Μετάβαση της 2ης Μεραρχίας στην Ήπειρο - Απόβαση στους Αγίους Σαράντα» του πρώτου βιβλίου (2ος τόμος)
[8] (μυθιστορηματικό πρόσωπο)
[9] (μυθιστορηματικό πρόσωπο)
[10] Στη μάχη του Κιλκίς, η 2η Μεραρχία είχε συνολικά 1.483 άνδρες εκτός μάχης
[11] Δημοσιογράφος που συμμετείχε στη μάχη. Το πρωτότυπο κείμενο αποδίδεται σε νέα Ελληνική, χωρίς άλλες αλλαγές.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου